Γράφει η Σοφία Κρικέλα
Ξεκίνησα να ασχολούμαι εντατικά με το skincare τον Δεκέμβρη του ’19, όταν διάβασα για πρώτη φορά τη λέξη «ρετινόλη» και αντιλήφθηκα πως επρόκειτο περίπου για το αντίστοιχο του νέκταρ για τους θεούς του Ολύμπου, δηλαδή για υπερ-συστατικό που μεταμορφώνει την επιδερμίδα σου από πεδίο δόξης λαμπρό για πόρους, σμήγμα, ρυτίδες σε λεία επιφάνεια που ακτινοβολεί υγεία και… φως.
Εννοείται πως έπρεπε να τη δοκιμάσω και αισθάνθηκα και τυχερή, γιατί φαινόταν ότι ήμουν ακριβώς στην κατάλληλη ηλικία στην οποία έπρεπε να αρχίσω να φροντίζω το κεφάλαιο (προληπτική) «αντιγήρανση».
Δεν είναι ότι μέχρι τότε δεν με είχε απασχολήσει ποτέ το θέμα – μόνο το φτωχό μου δέρμα, τραυματισμένο από σπιτικά scrub λαδιού και ζάχαρης και σημαδεμένο κυριολεκτικά από χρόνια εφηβικής ακμής (spoiler alert: ούτε τα ρετινοειδή τα εξαφάνισαν εντελώς), η οποία έκανε τον κύκλο της και ήταν πια, στα 25 μου, σε αποδρομή, ξέρει πόσο το ταλαιπώρησα διαχρονικά μπας και συμμορφωθεί (αλλά είχε το δικό του χαβά) – πάντως, η ανακάλυψη της ρετινόλης υπήρξε καταλύτης στο να γίνω εκείνη η τύπισσα που θεωρεί τα 100 ευρώ απολύτως αποδεκτό ποσό για ένα σέρουμ, αλλά οριακά αισθάνεται προσωπικά θιγμένη όταν το ίδιο ποσό αναγράφεται στο χαρτί των κοινοχρήστων.
Το ξέσπασμα της πανδημίας επιτάχυνε την πτώση μου στο λαγούμι του skincare, αφού βάλθηκα να βγω από την πρώτη καραντίνα καλύτερη απ’ ό,τι όταν μπήκα, ακολουθώντας το παγκόσμιο trend.
Μελέτησα τα περισσότερα hot συστατικά (βιταμίνη C, νιασιναμίδη, AHAs, BHAs, υαλουρονικό οξύ κ.ο.κ.), διάβασα blogs και παρακολούθησα βίντεο «γκουρού» του skincare, αναζητώντας τα πιο niche προϊόντα στα οποία ορκίζονται όσες #skintellectuals σέβονται τις εαυτές τους και τα οποία αναπόφευκτα εκτίναξαν τον μηνιαίο μου προϋπολογισμό, ενώ έφτασα στο σημείο να καταλαβαίνω και να βρίσκω αστεία προηγουμένως ακατανόητα skincare memes.
Το σημαντικότερο, το δέρμα μου άλλαξε προς το καλύτερο.
Το νέο μου πρόσωπο είχε καθαρούς, άρα λιγότερο ευδιάκριτους, πόρους και έλαμπε. Εκεί που 10 χρόνια πριν επιστράτευα λοσιόν με οινόπνευμα (ή και σκέτο οινόπνευμα) και χαρτάκια που απορροφούσαν το παραμικρό ίχνος λιπαρότητας, στην προσπάθεια να κάνω το πρόσωπό μου εντελώς ματ (που, εκ των υστέρων, υποθέτω ότι βγαίνει από το «μάταιο»), πλέον επιδίωκα να αστράφτω σαν ντισκομπάλα (ή σαν γυαλί, όπως υποδηλώνει ο όρος glass skin) και παρείχα αφειδώς στο δέρμα μου όση ενυδάτωση χρειαζόταν για να το πετύχω. Και εξακολουθώ και δεν νομίζω να σταματήσω ποτέ.
Όταν το δέρμα μου δείχνει λαμπερό και υγιές, νιώθω όμορφα. Όσο τα αποτελέσματα των πρωινών και νυχτερινών μου τελετουργικών περιποίησης είναι εμφανή, πιάνω την εαυτή μου να ζητάει ακόμη περισσότερο, αισθάνομαι ένα είδος εθισμού σε αυτή την εικόνα, για την οποία δεν τρέφω αυταπάτες ότι είναι «τέλεια» – ένα ακόμη θετικό που είχε αυτό το ταξίδι ήταν ότι κατάλαβα πως δεν υπάρχει τέλειο δέρμα και συμφιλιώθηκα με το δικό μου – αλλά γνωρίζω πια ότι είχε και έχει περιθώρια βελτίωσης.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που είδα τη (μασκοφορεμένη) αντανάκλασή μου σε κάποια τζαμαρία και παρατήρησα το μέτωπό μου, το οποίο δέσποζε αναπόφευκτα, να δείχνει λείο και γυαλιστερό, σαν να είχα κάνει botox. Θυμάμαι το τσίμπημα χαράς που αισθάνθηκα και, ταυτόχρονα, μου ήταν αδύνατο να αγνοήσω ένα άλλο τσίμπημα.
Εκείνο της επίγνωσης ότι είμαι άλλη μία ενσάρκωση της ιδέας ότι οι γυναίκες οφείλουμε να διοχετεύουμε μεγάλο μέρος του χρόνου, της ενεργητικότητας και των χρημάτων μας σε μια διαρκή προσπάθεια να δείχνουμε πιο νέες και πιο ευχάριστες οπτικά.
Παρά το γεγονός ότι στον τομέα της «ομορφιάς» διανύουμε μια εποχή που η γήρανση δεν θεωρείται πια το απόλυτο ταμπού, που υπάρχει μια (δειλή) προσπάθεια αντικατάστασης του όρου anti-ageing με τον όρο pro-ageing (όσο κι αν αμφότεροι ακούγονται το ίδιο γελοίοι, όπως θα ακουγόταν και το pro/anti-going-to-the-bathroom), εξακολουθεί να κυριαρχεί η αντίληψη ότι υπάρχουν «σωστοί» και «λάθος» τρόποι να γερνά καμία και, καθόλου συμπτωματικά, ο «σωστός» τρόπος είναι αυτός που θα καθυστερήσει την εμφάνιση των σημαδιών γήρανσης. Εκεί κουμπώνουν όλα τα σέρουμ, λοσιόν, μπαλμ, κρέμες, τα οποία απλώνω ευλαβικά στο πρόσωπό μου κάθε μέρα, έχοντας υπόψη το παραπάνω παράδοξο.
Εξίσου παραδόξως, δεν αισθάνομαι την παραμικρή ενοχή γι’ αυτές μου τις μη-φεμινιστικές, ομολογουμένως, πρακτικές περιποίησης.
Ταυτόχρονα, δεν αισθάνομαι την παραμικρή ανάγκη να τις μασκαρέψω σε κάτι που δεν είναι: καμία μέριμνα φροντίδας για το μεγαλύτερο όργανο του σώματός μου, αυτό που κυριολεκτικά διαχωρίζει τον σκελετό και τα εσωτερικά μου όργανα από τον έξω κόσμο, δεν με κινητοποιεί.
Απλώς θέλω να μου αρέσει αυτό που βλέπω στον καθρέφτη.
Την περασμένη χρονιά το skincare έγινε κάτι σαν μηχανισμός διαχείρισης του άγχους και των επιπτώσεων του δεύτερου και σχεδόν ατέλειωτου εγκλεισμού μας. Αγκιστρώθηκα σε αυτό, γιατί μου έδινε μία αίσθηση ελέγχου, την οποία δεν ένιωθα ότι είχα σχεδόν πουθενά αλλού.
Εγκατέλειψα την προσδοκία για γυμνασμένο μετα-πανδημικό σώμα, καθώς ο χρόνος μου ήταν περιορισμένος για γυμναστική, αλλά όχι τόσο, ώστε να μην μπορώ να κάνω νυχτερινή ρουτίνα. Έτσι, ενώ το σώμα μου φέρει τα σημάδια του στρες, της όχι-ιδανικής διατροφής, της ακινησίας, της εξάντλησης, το πρόσωπό μου τα κρύβει: έχω κάποια καλά προϊόντα γι’ αυτό.
Κάποιες φορές αναρωτιέμαι αν η επιμέλεια με την οποία ξεκίνησα και συνεχίζω να φροντίσω το πρόσωπό μου στη διάρκεια της πανδημίας είναι μία ασυνείδητη προσπάθεια να σβήσω από πάνω μου τον χαμένο χρόνο.
Δυστυχώς έχω κι εγώ αυτή την αίσθηση ότι τα τελευταία δύο χρόνια ήταν χαμένα και κανονικά δεν θα έπρεπε να μετρούν καν, εντάξει; Είναι μια σκέψη που δεν αφήνω να με βασανίσει ιδιαίτερα· πρέπει να ψάξω το επόμενο πολλά υποσχόμενο σέρουμ που θα αποκτήσω.
Στο τέλος της ημέρας, απλώς θέλω να μου αρέσει αυτό που βλέπω στον καθρέφτη.
Tα σχόλια είναι προσβάσιμα μόνο στα μέλη της Womanlandia. Για να γίνετε μέλος, πατήστε εδώ.