Γράφει η Αλίκη Λαλακίδου, Ποινικολόγος
Η παρένθετη μητρότητα εισήχθη στο ελληνικό δίκαιο το 2002, με τον Ν 3089, που τροποποιούσε τον Αστικό Κώδικα, και ρυθμίζεται περαιτέρω και από τον Ν 3305/2005.
Αναγκαία είναι η παράθεση των κρίσιμων άρθρων των νόμων που ρυθμίζουν τον θεσμό, ώστε να πάρει το αναγνωστικό κοινό μια εικόνα της ισχύουσας νομοθεσίας κατευθείαν από την πηγή.
Το δικαίωμα στην αναπαραγωγή είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο, συνιστώντας ειδικότερη έκφανση του δικαιώματος ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (ά. 5§1 Σ.). Το γενικό αυτό δικαίωμα παρέχει τη δυνατότητα αυτοκαθορισμού και αυτοδιάθεσης του ατόμου μέσα απο την ελευθερία προγραμματισμού και διαμόρφωσης της ζωής του σύμφωνα με τις φυσικές και ψυχοπνευματικές δυνατότητες και αντιλήψεις του, ενώ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αναπτύσσεται και ολοκληρώνεται με την παραπάνω έννοια μέσα και από την απόκτηση απογόνων.
Κατά το άρθρο 3 παρ. 9. 3305/2005,
“Ως παρένθετη μητρότητα ορίζεται η περίπτωση κατά την οποία μία γυναίκα κυοφορεί και γεννά (φέρουσα ή κυοφόρος), ύστερα από εξωσωματική γονιμοποίηση και μεταφορά γονιμοποιημένων ωαρίων, με χρήση ωαρίου ξένου προς την ίδια, για λογαριασμό μίας άλλης γυναίκας, η οποία επιθυμεί να αποκτήσει παιδί αλλά αδυνατεί να κυοφορήσει για ιατρικούς λόγους”
Στο άρθρο 4, όπου ορίζονται οι προϋποθέσεις εφαρμογής των μεθόδων Ι.Υ.Α. διαβάζουμε ότι:
- Οι μέθοδοι Ι.Υ.Α. εφαρμόζονται σε ενήλικα πρόσωπα μέχρι την ηλικία φυσικής ικανότητας αναπαραγωγής του υποβοηθούμενου προσώπου.
Σε περίπτωση που το υποβοηθούμενο πρόσωπο είναι γυναίκα, ως ηλικία φυσικής ικανότητας αναπαραγωγής νοείται το πεντηκοστό έτος.
Η εφαρμογή τους σε ανήλικα πρόσωπα επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση λόγω σοβαρού νοσήματος που επισύρει κίνδυνο στειρότητας, για να εξασφαλιστεί η δυνατότητα τεκνοποίησης.
Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι όροι του άρθρου 7.
- Πριν από την υποβολή σε μεθόδους Ι.Υ.Α. διενεργείται υποχρεωτικώς έλεγχος ιδίως για τους ιούς της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας (HIV-1, HIV-2), ηπατίτιδα Β και C και σύφιλη.
- Αν τα πρόσωπα που μετέχουν στην εφαρμογή των μεθόδων Ι.Υ.Α. είναι οροθετικοί για τον ιό της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας, απαιτείται, για την υποβολή σε μεθόδους Ι .Υ. Α., ειδική άδεια από την Εθνική Αρχή Ι .Υ.Α. (Αρχή) του άρθρου 19.
Σύμφωνα ωστόσο με την εισηγητική έκθεση του Ν. 3305/2005, όταν το υποβοηθούμενο πρόσωπο είναι γυναίκα, ως ηλικία φυσικής ικανότητας αναπαραγωγής νοείται το πεντηκοστό πέμπτο έτος, ενώ το οριο ηλικίας αφενός τίθεται για ιατρικούς και κοινωνικούς λόγους, δεδομένου οτι εγκυμοσύνη και η τεκνοποιία σε προχωρημένη ηλικία συνδέονται με αυξημένους κινδύνους για την υγεία της γυναίκας και το συμφέρον του παιδιού, και αφετέρου επιλέγεται λόγω του ότι, όπως προκύπτει από επιδημιολογικές μελέτες, το ακραίο όριο εμμηνόπαυσης για τον ελληνικό γυναικείο πληθυσμό είναι το πεντηκοστό πέμπτο έτος.
Στο άρθρο 13 ορίζεται ότι:
- Η παρένθετη μητρότητα επιτρέπεται υπό τους όρους που προβλέπονται στα άρθρα 1458 Α. Κ. και όγδοο του Ν. 3089/2002.
- Η γυναίκα που πρόκειται να κυοφορήσει υποβάλλεται στις ιατρικές εξετάσεις του άρθρου 4 και σε ενδελεχή ψυχολογική αξιολόγηση.
- Το άρθρο 4 παράγραφοι 2 και 3 εφαρμόζεται επίσης για τον έλεγχο της υγείας των προσώπων που επιδιώκουν να αποκτήσουν τέκνο.
- Η συμφωνία για κυοφορία από τρίτη γυναίκα γίνεται χωρίς οποιοδήποτε αντάλλαγμα.
Δεν συνιστά αντάλλαγμα:
α. η καταβολή των δαπανών που απαιτούνται για την επίτευξη της εγκυμοσύνης, την κυοφορία, τον τοκετό και τη λοχεία,
β. κάθε θετική ζημία της κυοφόρου εξαιτίας αποχής από την εργασία της, καθώς και οι αμοιβές για εξαρτημένη εργασία, τις οποίες στερήθηκε λόγω απουσίας, με σκοπό την επίτευξη της εγκυμοσύνης, την κυοφορία, τον τοκετό και τη λοχεία.
Το ύψος των καλυπτόμενων δαπανών και αποζημιώσεων καθορίζεται με απόφαση της Αρχής.
Κατά το κρίσιμο άρθρο 1458 ΑΚ, ορίζεται ότι η μεταφορά στο σώμα άλλης γυναίκας γονιμοποιημένων ωαρίων, ξένων προς την ιδίαν, και η κυοφορία από αυτήν επιτρέπεται με δικαστική άδεια που παρέχεται πριν από τη μεταφορά, εφόσον υπάρχει έγγραφη και χωρίς αντάλλαγμα συμφωνία των προσώπων που επιδιώκουν να αποκτήσουν τέκνο και της γυναίκας που θα κυοφορήσει, καθώς και του συζύγου της, αν αυτή είναι έγγαμη. Η δικαστική άδεια παρέχεται ύστερα από αίτηση της γυναίκας που επιθυμεί να αποκτήσει τέκνο, εφόσον αποδεικνύεται ότι αυτή είναι ιατρικώς αδύνατο να κυοφορήσει και ότι η γυναίκα που προσφέρεται να κυοφορήσει είναι, εν όψει της κατάστασης της υγείας της, κατάλληλη για κυοφορία.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1464 ΑΚ σε περίπτωση τεχνητής γονιμοποίησης, αν η κυοφορία έγινε από άλλη γυναίκα υπό τους όρους του άρθρου 1458 ΑΚ, μητέρα του τέκνου τεκμαίρεται η γυναίκα στην οποία δόθηκε η σχετική δικαστική άδεια. Το τεκμήριο αυτό ανατρέπεται με αγωγή προσβολής της μητρότητας, που ασκείται μέσα σε προθεσμία έξι μηνών από τον τοκετό. Από τη διάταξη, εξάλλου, του άρθρου 799 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της από την παρ. 2 του άρθρου έκτου του άρθρου 1 Ν 4335/2015, συνάγεται ότι όταν ζητείται κατά το νόμο να χορηγηθεί άδεια για μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση ή για κυοφορία τέκνου από άλλη γυναίκα, αρμόδιο είναι το πολυμελές πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου έχει τη συνήθη διαμονή της η αιτούσα ή εκείνη που θα κυοφορήσει το τέκνο. Ο δικαστής διατάζει να γίνει η συζήτηση κεκλεισμένων των θυρών, εάν κρίνει ότι η δημοσιότητα πρόκειται να είναι επιβλαβής στα χρηστά ήθη ή ότι συντρέχουν ειδικοί λόγοι προστασίας της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής των διαδίκων. Κατά δε το άρθρο 8 Ν 3089/2002, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 Ν 4272/2014, τα ανωτέρω εφαρμόζονται μόνον όταν η αιτούσα ή η κυοφόρος κατοικούν ή διαμένουν προσωρινά στην Ελλάδα.
Στο δικαστήριο πρέπει να προσκομίζεται συμφωνία μεταξύ των μερών, δηλαδή των προσώπων που επιθυμούν το παιδί και της κυοφόρου γυναίκας, καθώς και του συζύγου της τελευταίας, αν αυτή είναι έγγαμη, με την οποία εκτός από τη συμφωνία τους για τη διενέργεια της πράξης, να δηλώνουν ότι τα γονιμοποιημένα ωάρια, που εμφυτεύονται στη μήτρα της κυοφόρου, δεν θα ανήκουν στην ίδια.
Ποινικές διατάξεις:
Κατά την παρ. 8 του άρθρου 26 Ν 3305/2005, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή τουλάχιστον 1.500,00 ευρώ, ο παραβάτης των διατάξεων αναφορικά με την παρένθετη μητρότητα.
Κατά το άρθρο 26 παρ. 4, «όποιος δημιουργεί γονιμοποιημένα ωάρια για ερευνητικούς σκοπούς ή διενεργεί έρευνα κατά παράβαση των άρθρων 11 και 12, τιμωρείται με ποινή κάθειρξης μέχρι δέκα (10) ετών.
Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος χρησιμοποιεί για την επίτευξη εγκυμοσύνης γαμέτες και γονιμοποιημένα ωάρια που έχουν υποβληθεί σε έρευνα, κατά παράβαση του άρθρου 11 παρ. 4, καθώς και όποιος χρησιμοποιεί για τον ίδιο σκοπό γαμέτες και γονιμοποιημένα ωάρια που έχουν υποβληθεί σε έρευνα, κατά την οποία όμως δεν τηρήθηκαν οι όροι του άρθρου 12».

Μετά την πρώτη γεύση από την επισκόπηση του υπάρχοντος νομοθετικού πλαισίου, ενδιαφέρον παρουσιάζει η διερεύνηση της αντιμετώπισης της παρένθετης μητρότητας και της αναγνώρισης των έννομων σχέσεων που δημιουργούνται εξ αυτής σε περιπτώσεις που δεν ακολουθούν την πεπατημένη.
Παρένθετη μητρότητα και άγαμος μοναχικός άνδρας
Από την παράθεση του νόμου γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι δίδεται το σχετικό δικαίωμα στη γυναίκα, είτε άγαμη είτε σε ελεύθερη ένωση είτε έγγαμη, που αδυνατεί να κυοφορήσει για ιατρικούς λόγους.
Τι γίνεται, όμως, στην περίπτωση του άγαμου μοναχικού άνδρα;
Έχει υποστηριχθεί τόσο από τη θεωρία[1] όσο και νομολογιακά (=από αποφάσεις δικαστηρίων, ενδ. ΜΠρΑθ 2827/2008[2]) ότι «η στάση του Ν 3089/2002 είναι προβληματική από την σκοπιά του άρθρου 4 Συντ, γιατί η παροχή δικαιώματος τεχνητής αναπαραγωγής στην άγαμη μόνη γυναίκα και την ίδια στιγμή η στέρηση του δικαιώματος από τον άγαμο μόνο άνδρα, από τη μία πλευρά, η παροχή δικαιώματος τεχνητής αναπαραγωγής μόνον στη γυναίκα που επιζεί και στο σύζυγο ή το σύντροφό της που προαποβιώνει, από την άλλη πλευρά αποτελεί κατάφωρη διακριτική μεταχείριση των ενδιαφερομένων για τη λύση της τεχνητής αναπαραγωγής που δεν δικαιολογείται, κατά τα άρθρα 4 παρ. 3 (ενν. 1;), 4 παρ. 2 Συντ.
Το κενό αυτό που δημιουργείται ως προς το δικαίωμα τεχνητής αναπαραγωγής του άγαμου μόνου άνδρα, θεραπεύεται με συνολική αναλογία των ΑΚ 1455, 1456 και ΑΚ 1458, το δε κενό ως προς το δικαίωμα τεχνητής αναπαραγωγής του άνδρα που επιζεί και της συζύγου ή συντρόφου του που προαποβιώνει, θεραπεύεται με συνολική αναλογία των ΑΚ 1455, 1456, 1457 και ΑΚ 1458. Η αναλογία αυτή επεκτείνεται και στη διάταξη 799 παρ. 1». Τονίζει ακόμη η απόφαση ότι, όπως ακριβώς για την υποβοήθηση της άγαμης μόνης γυναίκας πέρα από τα όρια του φύλου της (με δωρεά σπέρματος), έτσι και για την υποβοήθηση του άγαμου μόνου άνδρα πέρα από τα όρια του φύλου του (με δωρεά ωαρίου και δανεισμό μήτρας), απαιτείται να συντρέχει επίσης ιατρική ανάγκη για υποβοήθηση του επίδοξου μόνου γονέα, η οποία δεν θα του επέτρεπε να αναπαραχθεί φυσιολογικά ούτε στο πλαίσιο ζεύγους με πρόσωπο του άλλου φύλου, περιορισμός που επιβάλλεται και για τον άνδρα και για τη γυναίκα από τα χρηστά ήθη.
Ωστόσο, υπάρχει και ο (έντονος) αντίλογος, με επιχειρήματα που στηρίζονται κυρίως στη απουσία νομικής μητέρας για το τέκνο που θα γεννηθεί, δεδομένου ότι η συγγένεια με τη μητέρα και τους συγγενείς συνάγεται από τη γέννηση (ΑΚ 1463 εδ. 1) ή δημιουργείται με το τεκμήριο μητρότητας στην παρένθετη μητρότητα, το οποίο μπορεί να ανατραπεί, όπως τονίσθηκε ήδη, μόνον αν αποδειχθεί ότι το τέκνο κατάγεται και βιολογικά από την κυοφόρο (ΑΚ 1464).
Το πρόβλημα επιτείνεται και όσον αφορά στις ληξιαρχικές πράξεις, όπου είναι υποχρεωτική η αναγραφή της μητέρας, με τη σχετική πρόβλεψη για τα έκθετα να είναι δύσκολο να εφαρμοστεί και στην συγκεκριμένη περίπτωση λόγω έλλειψης αναλογίας. Τούτων δοθέντων, ως νομική θα αναγραφεί η κυοφόρος, η οποία βέβαια μπορεί και να μην επιθυμεί την ίδρυση συγγένειας με το τέκνο. Εάν αυτό συμβεί, τότε θα ασκεί και γονική μέριμνα, οπότε πρέπει να διαπιστωθεί ότι ασκεί το λειτούργημα καταχρηστικά για να της αφαιρεθεί (ΑΚ 1532).
Ωστόσο, επειδή έχουν περάσει και 20 χρόνια, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι μπορούν να αλλάξουν οι διατάξεις του ΑΚ, σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, που θα έδινε και περαιτέρω δυνατότητες που δεν εξαντλούνται στην παρένθετη μητρότητα και καθρεφτίζουν περισσότερο τις σύγχρονες ανάγκες και τα οικογενειακά σχήματα.
Στην παρένθετη μητρότητα, πάντως, συντάσσεται ληξιαρχική πράξη γεννήσεως, αφού στον αρμόδιο ληξίαρχο προσαχθεί η δικαστική άδεια που δόθηκε στη γυναίκα που επιθυμεί να αποκτήσει τέκνο (άρθρο 20 παρ. 1 εδ. 2 Ν 344/1976, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρ. 7 Ν 3089/2002), διότι η δικαστική άδεια δημιουργεί τεκμήριο μητρότητας κατά την ΑΚ 1464.
Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, ότι τα τελευταία χρόνια, με τη ραγδαία εξέλιξη της ιατρικά υποβοηθούμενης αναπαραγωγής (ΙΥΑ), πολλαπλασιάζονται οι ξένες νομοθεσίες, που παρέχουν αδιακρίτως πρόσβαση στην ΙΥΑ σε μοναχικούς άνδρες και γυναίκες, ενώ και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) εξετάζει τον επαναπροσδιορισμό του ορισμού της υπογονιμότητας, ώστε να καταλαμβάνει, γενικά και αδιακρίτως φύλου, και την πραγματική αδυναμία απόκτησης τέκνου, λόγω έλλειψης συντρόφου και όχι μόνο την ιατρική στειρότητα, που με βάση το σημερινή ερμηνεία θεωρείται ως «μια ασθένεια του αναπαραγωγικού συστήματος που ορίζεται από την αποτυχία να επιτευχθεί μια εγκυμοσύνη μετά από 12 μήνες ή περισσότερο από την τακτική σεξουαλική επαφή χωρίς προφυλάξεις»
Αποκλεισμός της προσβολής της πατρότητας
Η μητρότητα ήταν έως τώρα βέβαιη λόγω του εξωτερικού γεγονότος του τοκετού, ενώ η πατρότητα έπρεπε να τεκμαίρεται από το γάμο.
Στην περίπτωση της παρένθετης μητρότητας, προσβολή πατρότητας δεν πρέπει να αναγνωρίζεται: Κατά την Εισηγητική Έκθεση θα ακολουθείται ως προς την πατρότητα το τεκμήριο της καταγωγής από το γάμο (ΑΚ 1465 παρ. 1), δηλ. πατέρας θα θεωρείται ο σύζυγος της κοινωνικοσυναισθηματικής μητέρας, και εφόσον αυτό ανατραπεί, ο σύζυγος της κυοφόρου. Οποιοσδήποτε από αυτούς στερείται του δικαιώματος να προσβάλει την πατρότητα, λόγω του ότι είχε συναινέσει στην τεχνητή γονιμοποίηση της συζύγου του, συνεπώς αποκλείεται από την προσβολή (νέα ΑΚ 1471 παρ. 2 περ. 2 σε συνδ. με την ΑΚ 1469 εδ. 1 περ. 1). Ρητά βεβαίως προβλέπεται ο αποκλεισμός του δικαιώματος προσβολής μόνον για το συγκατατεθέντα σύζυγο της μητέρας, κάτι που θα μπορούσε να ερμηνευθεί ότι αναφέρεται στο σύζυγο της κοινωνικοσυναισθηματικής μητέρας, αφού υπέρ αυτής λειτουργεί το τεκμήριο μητρότητας και ο νόμος αποφεύγει να χρησιμοποιήσει για την κυοφόρο τον όρο «μητέρα».
Από την άλλη μεριά, και η τελευταία θεωρείται μητέρα και μάλιστα αναδρομικά από τη γέννηση, αν τελικώς ανατραπεί το τεκμήριο μητρότητας (νέα ΑΚ 1464 παρ. 3).
Συνεπώς ο όρος σύζυγος της μητέρας, που εμπίπτει στον αποκλεισμό προσβολής της πατρότητας, θα ερμηνευθεί ως σύζυγος της εκάστοτε μητέρας.
Κοινωνικές παροχές προς την κυοφόρο και την κοινωνική μητέρα
Η πρόσφατη Γνωμοδότηση 361/2009 του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους έκρινε με αναφορά στο άρθρο 21 του Συντάγματος ότι η κυοφόρος δικαιούται να λαβει την άδεια μητρότητας, που έχει διάρκεια δύο μήνες πριν και τρεις μήνες μετά από τον τοκετό, όχι όμως και τους εννέα μήνες της άδειας ανατροφής που συνδέονται με την ανατροφή του τέκνου.
Το τρίμηνο τμήμα της άδειας μητρότητας που ακολουθεί τον τοκετό ανεγνώρισε όμως κατά πλειοψηφία ότι δικαιούται να λάβει και η νομική μητέρα, διότι το τμήμα αυτό δεν εξυπηρετεί μόνον την αποκατάσταση της τεκούσας, αλλά και τις αυξημένες ανάγκες-φροντίδες του βρέφους.
Παρένθετη μητρότητα στο εξωτερικό – Αναγνώρισή της στην Ελλάδα
Η ελληνική νομοθεσία της ΙΥΑ δεν αξιώνει εφαρμογή στο εξωτερικό, με συνέπεια οι έλληνες υπήκοοι οι οποίοι δέχονται υπηρεσίες διασυνοριακής παρένθετης μητρότητας χωρίς να τον ακολουθούν να μην τον παραβιάζουν.
Επιπλέον, σημαντικές για το εξεταζόμενο θέμα είναι και άλλες διατάξεις, ιδίως του άρθρου 21, όπως η εγγύηση της παιδικής ηλικίας, κατά την παρ. 1, κυρίως όσον αφορά τους δύο εναλλακτικούς σε σχέση με τη φυσική αναπαραγωγή θεσμούς (ΙΥΑ, υιοθεσία), οι οποίοι νομικά κυριαρχούνται από το συμφέρον του παιδιού (παιδοκεντρική προσέγγιση) παρά από το συμφέρον του επίδοξου γονέα (ατομοκεντρική προσέγγιση).
Από την έως σήμερα νομολογία του ΕΔΔΑ διαφαίνεται ότι η μη αναγνώριση της συγγένειας του παιδιού με τους κοινωνικούς γονείς που κατέφυγαν στο εξωτερικό για να αποκτήσουν παιδί με παρένθετη μητέρα -λόγω της απαγόρευσης της μεθόδου στο εσωτερικό δίκαιο- δεν φαίνεται να παραβιάζει τα δικαιώματα των γονέων με βάση το άρθρο 8 της Σύμβασης.
Ωστόσο, ενδέχεται να παραβιάζει την ιδιωτική ζωή του παιδιού.
Παράμετροι, με βάση τις οποίες η αδυναμία νομικής σύνδεσης του παιδιού που γεννήθηκε με παρένθετη μητρότητα με τους κοινωνικούς γονείς του μπορεί να θεωρηθεί αντίθετη στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ είναι:
1) Απόλυτη απαγόρευση της μεθόδου της παρένθετης μητρότητας στο κράτος του forum.
2) Επιτρεπτό της μεθόδου της παρένθετης μητέρας στην αλλοδαπή όπου διενεργήθηκε.
3) Βιολογικός δεσμός τουλάχιστον με τον έναν από τους κοινωνικούς γονείς.
4) Ανυπαρξία εναλλακτικών λύσεων ίδρυσης συγγένειας στο εθνικό δίκαιο του κράτους αναγνώρισης.
Πρέπει όμως να επισημανθεί ότι οι όροι που αναφέρει το ΕΔΔΑ και η μέχρι τώρα νομολογία του αφορούν την αναγνώριση της συγγένειας μεταξύ παιδιού και κοινωνικών γονέων σε χώρες όπου η μέθοδος της παρένθετης μητρότητας είναι πλήρως και για όλους απαγορευμένη.
Η ύπαρξη πραγματικής οικογενειακής ζωής υπό το πρίσμα της νομολογίας του ΕΔΔΑ λαμβάνεται πλέον υπόψη από την ελληνική νομολογία, βλ. ΟλΑΠ 9/2016, ανωτ. σημ. 6 και ΜΠρΠειρ 1264/2018 ΕλλΔνη 2019 (έννοια της οικογένειας στο άρθρο 932 ΑΚ).
Στο πλαίσιο αυτό, ενδιαφέρον παρουσιάζει η ΜΠρΑθ 1101/2019[3], όπου ζευγάρι αρρένων προχώρησε στον δανεισμό μήτρας στη Νότια Αφρική, χρησιμοποιώντας γενετικό υλικό ενός εξ αυτών. Πράγματι, γεννήθηκε άρρεν τέκνο και το ζεύγος αιτήθηκε να αναγνωριστούν τα δίδυμα στην ημεδαπή ως τέκνα και των δύο. Η αίτησή τους απορρίφθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο, με το σκεπτικό της απόφασης να επικεντρώνεται ότι η αναγνώριση της συγγένειας του τέκνου και με τους δύο αιτούντες αντιβαίνει στην δημόσια τάξη, καθώς δεν δίνεται από το νόμο η δυνατότητα προσφυγής στην παρένθετη μητρότητα ούτε σε μοναχικό άγαμο άνδρα και “κατ’ επέκταση”, ούτε σε ομόφυλο ζευγάρι αρρένων. Άλλωστε, όπως υποστηρίζεται στην εν λόγω απόφαση, ο Ν 4356/2015, που έδωσε τη δυνατότητα σύναψης συμφώνου και στα ομόφυλα ζευγάρια, δεν παρείχε αντίστοιχο δικαίωμα τεκνοθεσίας σε άτομα του ιδίου φύλου.
Ωστόσο, πουθενά δεν αναφέρεται, ούτε λαμβάνεται υπόψη το συμφέρον του παιδιού, το οποίο αποξενώνεται νομικά από τους εν τοις πράγμασι γονείς του και εμφανίζεται ως τέκνο των γονέων της Ν. Αφρικής. Σε κάθε περίπτωση, το δικαστήριο μπορούσε να αναγνωρίσει την συγγένεια με τον ένα εκ των αιτούντων, δότη του γενετικού υλικού, ώστε να μην είναι και το παιδί τελείως ξεκρέμαστο.
Η προστασία του συμφέροντος του παιδιού αναδείχθηκε σε διεθνές επίπεδο ήδη από το 1959 με τη Διακήρυξη των δικαιωμάτων του παιδιού, που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στις 20 Νοεμβρίου.
Σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, που υιοθετήθηκε ομόφωνα από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών το 1989 και τέθηκε σε ισχύ στις 2 Σεπτεμβρίου 1990 (στην Ελλάδα κυρώθηκε στις 2 Δεκεμβρίου του 1992 με το N 2101/1992), σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά, είτε αυτές λαμβάνονται από δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς κοινωνικής προστασίας, είτε από τα δικαστήρια, τις διοικητικές αρχές ή από τα νομοθετικά όργανα, πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη το συμφέρον του παιδιού, που είναι, σε κάθε περίπτωση και το πλέον ευάλωτο από τους εμπλεκόμενους, γι΄αυτό και πρέπει ειδικά να προστατεύεται.
ΠΗΓΕΣ
[1] Βλ. Κουμουτζή, ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, 2η έκδ, 2007, άρθρ. 1457-1458, αρ. 79 επ., τις απόψεις του οποίου απηχεί η απόφαση. Ο ίδιος θεωρεί (αρ. 79) την στέρηση δικαιώματος τεχνητής αναπαραγωγής από τον άγαμο άνδρα κατάφωρη διακρτική μεταχείριση σε βάρος του, με την οποία προσβάλλεται το άρθρ. 4 παρ. 2 Συντ. και επισημαίνει ότι η βιολογική διαφορά δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό του άνδρα από την ΙΥΑ, ούτε το ότι πρέπει να προσφύγει σε κυοφόρο σημαίνει διαφορά από τη γυναίκα που και εκείνη χρειάζεται βοήθεια (προμήθεια σπέρματος) από το άλλο φύλο. Βλ. και Σπυριδάκη, Η τεχνητή γονιμοποίηση, (2006) ΙΙΙ 5, που υποστηρίζει ότι «παρά το (αντίθετο) γράμμα του νόμου και το ενδεχομένως παράδοξο του θέματος», θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι και ο άγαμος μοναχικός άνδρας έχει κατά αναλογία την ευχέρεια να αποκτήσει τέκνο με τεχνητή γονιμοποίηση. Βλ. επίσης τον ίδιο, ΟικΔ (2006), αρ. 83.7.4, όπου υποστηρίζει ότι αν η αναλογική εφαρμογή της ΑΚ 1458 γίνει δεκτή και στον άνδρα, ο άνδρας θα έχει την θέση της γυναίκας που επιθυμεί κατά τη διάταξη αυτή, την απόκτηση τέκνου.
[2] ΧρΙΔ 2009, 817, με παρατηρήσεις Παπαχρίστου.
[3] Τ.Ν.Π. Qualex
-Ε. Κουνουγέρη – Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο, τ. ΙΙ, 2016, σελ.3-4 της ίδιας, Τεχνητή Γονιμοποίηση και Οικογενειακό Δίκαιο, 2005, σελ. 8-9
-Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, Τεχνητή γονιμοποίηση και Οικογενειακό Δίκαιο, Ο νόμος 3089/2002 για την ιατρική υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, εκδ. Σάκκουλα, σελ. 39 επ, Τ.Κ. Βιδάλης, Το πρόταγμα της οικογένειας: Η συνταγματικότητα του νόμου για την ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή, ΝοΒ 51,832, Εισηγητική έκθεση Νόμου 3089/2002, Κώδικας Νομικού Βήματος, τόμος 50, 2622, ΠΠΠατρ 248/2016 Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ
Tα σχόλια είναι προσβάσιμα μόνο στα μέλη της Womanlandia. Για να γίνετε μέλος, πατήστε εδώ.