“Το ‘δικαίωμά’ μας να απολαμβάνουμε το ίδιο μας το σώμα όχι μόνο μας έχει απονεμηθεί, αλλά είναι σχεδόν καθήκον.” – Dana Densmore (1971)
Κλείστε τα μάτια. Όχι τα κυριολεκτικά σας μάτια βρε, τα μάτια του μυαλού σας. Έχουν κυλήσει τα πρώτα δύο, ίσως τρία χρόνια της δεκαετίας του 1920, κι εσείς βρίσκετε τον εαυτό σας να περπατά με γοργό πλην αποφασιστικό βήμα σε κάποιο πολυσύχναστο δρόμο του μεσοπολεμικού Παρισιού ένα ανοιξιάτικο δειλινό. Νιώθετε το μεταξωτό σας φόρεμα να χαϊδεύει το δέρμα των ποδιών σας, αλλά έχετε ήδη προσπεράσει αυτή τη σκέψη γιατί εντοπίσατε το σημερινό σας θήραμα. Αυτή τη φορά, είναι νεαρή. Ούτε πολύ κοντή, ούτε πολύ ψηλή. Ο βηματισμός της χαλαρός, λες και δεν έχει συγκεκριμένο προορισμό, ακόμη και το βλέμμα της περιπλανιέται. Έκτακτα.
Την πλησιάζετε κρατώντας ένα διαβήτη στο δεξί σας χέρι και τη ρωτάτε χαμογελώντας και σα να μην τρέχει τίποτα αν μπορείτε να μετρήσετε την απόσταση ανάμεσα στο πίσω μέρος της κλειτορίδας της και στο στόμιο του κόλπου της. Εκείνη σταματά το περπάτημα και βλεφαρίζει απορημένα προς το μέρος σας, ίσως ήταν χαμένη στις σκέψεις της και δεν άκουσε καλά, οπότε επαναλαμβάνετε την ερώτηση και της εξηγείτε ότι χρειάζεστε τις μετρήσεις για μια επιστημονική δημοσίευση. Δείχνει να καταλαβαίνει. Γνέφει καταφατικά.
Στο πρώτο διαθέσιμο σοκάκι το κεφάλι σας βρίσκεται πλέον ανάμεσα στα ανοιγμένα της πόδια, το δροσερό μέταλλο του διαβήτη πάνω στο δέρμα της την κάνει να τιναχτεί ελαφρώς με έκπληξη, αλλά σύντομα έχετε όλες τις πληροφορίες που χρειάζεστε.”Διάμετρος δύο εκατοστά”, σημειώνετε στο τετράδιό σας παραμένοντας γονατιστή, κάτω από μια ντουζίνα ακόμη παρόμοιες χειρόγραφες μετρήσεις, ενώ εκείνη μαζεύει αμήχανα το λευκό κιλοτάκι της. Όχι άσχημα, σκέφτεστε κοιτάζοντάς την αφηρημένα, ούτε που καταλαβαίνετε ότι το βλέμμα σας έχει καρφωθεί επίμονα στο εσώρουχό της. “Ύψος 1,62 εκατοστά”. Σηκώνεστε.
“Και για πείτε μου τώρα” τη ρωτάτε ενώ τινάζετε μηχανικά το φόρεμά σας, αιφνιδιάζοντάς την “πώς τελειώνετε στο σεξ;”

Στην αρχαία Αίγυπτο πίστευαν ότι η μήτρα είναι ένας αυτόνομος, ελεύθερος οργανισμός, που όταν ξεστράτιζε από τη σωστή και φυσική του θέση, προκαλούσε αναταραχή στη συμπεριφορά των ενήλικων γυναικών.
Για να αντιμετωπίσουν την “ασθένεια”, οι αιγύπτιοι γιατροί πίστευαν ότι, τοποθετώντας αρωματικές ουσίες στο αιδοίο, καθησύχαζαν τη μήτρα και την παρέσυραν να επιστρέψει στην αρχική της θέση, ενώ με την όσφρηση ή την κατανάλωση δύσοσμων ουσιών την απέτρεπαν από το να κυκλοφορήσει προς το επάνω μέρος του σώματος.
Στην αρχαία Ελλάδα, όχι μόνο αντιγράψαμε το κόνσεπτ της περιφερόμενης μήτρας από τους αιγύπτιους, αλλά το τερματίσαμε, συνδέοντας την υστερία με την ανεπαρκή σεξουαλική ζωή. Ενδεικτικά, στον Τίμαιο του Πλάτωνα διαβάζουμε:
“η μήτρα και η ονομαζόμενη υστέρα των γυναικών, που βρίσκεται μέσα στο σώμα τους σαν πλάσμα που θέλει να γεννάει, όταν μείνει πολύ καιρό άκαρπη, ενώ είναι ώριμη, αγανακτεί, αρρωσταίνει, μετατοπίζεται εδώ κι εκεί, φράζει τις εξόδους του αέρα, εμποδίζει την αναπνοή, φέρνει απελπισία στο σώμα και προκαλεί κάθε λογής ασθένειες. Αυτό εξακολουθεί μέχρι να σμίξει ο πόθος και η επιθυμία των δύο φύλων.”
Η υστερία, συνεπώς, θεωρείται η “ασθένεια” της μήτρας, είναι κατεξοχήν γυναικεία υπόθεση. Κατά την ελληνική αρχαιότητα, πιστευόταν ότι προκαλεί ζαλάδα, παράλυση, απώλεια αισθήσεων, δύσπνοια και έντονες συναισθηματικές εξάρσεις. Συχνοί τρόποι θεραπείας της ήταν ο μητριαίος υποκαπνισμός, που πρέπει να ήταν κάτι σαν το λιβάνισμα -ναι, κυριολεκτικά- του αιδοίου με καπνιστά μπαχάρια, η τοποθέτηση σφιχτών κοιλιακών επιδέσμων και, φυσικά, ο γάμος. Στην αρχαία Ρώμη, οι σαφώς πιο εξελιγμένες γνώσεις ανατομίας οδήγησαν στην απόρριψη της θεωρίας της περιφερόμενης μήτρας, όμως η υστερία παρέμεινε αποκλειστικά συνδεδεμένη με το γυναικείο αναπαραγωγικό σύστημα. Η θεραπεία των “ασθενειών της μήτρας” και για εκείνη την εποχή δεν ήταν άλλη από το αγαπημένο, πατροπαράδοτο, εντός γάμου φίκι φίκι με έναν άντρα.
Ως τώρα, και μέχρι το δέκατο όγδοο αιώνα, η ιστορία της υστερίας είναι πιο προβλέψιμη και από ντέρμπι του Ολυμπιακού· έχει κάποιες διαφοροποιήσεις εδώ κι εκεί ανάλογα με το ιδεολογικό και κοινωνικό συγκείμενο της εκάστοτε εποχής, αλλά το αποτέλεσμα είναι το σύνηθες, είναι δηλαδή η έκφραση μισογυνισμού και φαλλοκεντρισμού, η καταπίεση και ο έλεγχος των γυναικών μέσα από το περίβλημα της επιστημονικής ή της θρησκευτικής εξουσίας. Αυτό είναι ενδεικτικό τόσο για το ελληνικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου ανδρών, όσο και για την επιδραστικότητα των θεωριών γύρω από την “ασθένεια” της μήτρας στη Δυτική ιατρική, αλλά και την ευρύτερη σκέψη.
Θα μου πείτε εδώ, δικαίως, τι σχέση έχει η υστερία με τον οργασμό;
Η παθολογία της ωοθήκης
Οι γυναίκες των ανώτερων τάξεων κατά τον δέκατο ένατο αιώνα ήξεραν ότι ο αυνανισμός μπορεί να οδηγήσει στη φυματίωση, ήταν ένδειξη υπερσεξουαλικότητας, και συνεπώς μία ακόμη παθολογία της ωοθήκης. Η σύνδεση μεταξύ υπερσεξουαλικότητας και φυματίωσης έγινε μέσα από τα υψηλά ποσοστά φυματίωσης που παρατηρήθηκαν σε σεξεργάτριες. Την εποχή εκείνη, η κλειτορίδα γίνεται μια τοσοδούλικη υποσημείωση στα βιβλία ανατομίας, κι επικρατεί η άποψη ότι ο οργασμός μπορεί να προκαλέσει στις γυναίκες τρέλα. Ταυτόχρονα, πιστέυεται ότι οι γυναίκες όχι μόνο δεν διαθέτουν σεξουαλική επιθυμία, αλλά ότι το σεξ κατ’ ουσίαν τις απωθεί.
Παρακολουθώντας τον μακροχρόνιο αντίκτυπο των θεωριών περί υστερίας, βλέπουμε ότι ο δέκατος ένατος αιώνας είναι γεμάτος από παραβιαστικές και βίαιες “θεραπείες”:
Κρύα ντους, χαστούκια, σφαλιάρες ενώπιον όλης της οικογένειας, χειρουργική αφαίρεση της κλειτορίδας (στις ΗΠΑ, οι τελευταία κλειτοριδεκτομή έγινε το 1940 σε ένα πεντάχρονο κοριτσάκι ως θεραπεία για τον αυνανισμό), χειρουργική αφαίρεση των ωοθηκών (γνωστή και ως ωοθηκεκτομή), σμίκρυνση των εσωτερικών χειλιών του αιδοίου, αλλά και οι γνωστές “ηβικές μαλάξεις” που πραγματοποιούσαν οι γιατροί, δηλαδή το κλειτοριδικό μασάζ μέχρι τον οργασμό, που είναι πρόγονος των σημερινών δονητών.
Ναι, οι δονητές που πλέον χρησιμοποιούμε με πλήρη αυτοδιάθεση για διασκέδαση και απόλαυση, προσωπική ή και με παρέα, είναι προϊόντα της δυσκολίας των βικτωριανών γιατρών να πραγματοποιούν “ηβικές μαλάξεις” σε γυναίκες “ασθενείς” τους που δήθεν έπασχαν από υστερία, καθώς η διαδικασία αυτή ήταν για εκείνους χρονοβόρα. Κοινώς, έλα, κουκλίτσα μου με τις υστερίες σου, έχουμε και δουλειές, να, ορίστε, μπορείς να το κάνεις και μόνη σου, αλλά όχι κλειτοριδικά, πώς σου ήρθε τώρα αυτό.
Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η υστερία ήταν μια ‘ασθένεια’ του παρά· δεν αφορούσε τις γυναίκες της εργατικής τάξης, που συχνά ήταν μαύρες, και που δεν είχαν την πολυτέλεια να απέχουν από την εξαντλητική τους εργασία. Εν αντιθέσει με τις μεγαλοαστές που θεωρούνταν κατά κανόνα ντελικάτες, χλωμές, ευθραυστες και φιλάσθενες που έπρεπε να κρεβατωθούν έπειτα από έναν εξαντλητικό περίπατο, οι γυναίκες της εργατικής τάξης ζούσαν μέσα στον υποσιτισμό, τις μεταδοτικές ασθένειες, τους τραυματισμούς και την εξάντληση από τις δώδεκα και δεκαέξι ώρες δουλειάς, χωρίς να ασχολείται μαζί τους η ιατρική κοινότητα, μιας και δεν είχαν ούτε το χρόνο, αλλά ούτε και τα χρήματα για οποιαδήποτε θεραπεία.
Όπως σημειώνει το 1874 ένας δημοφιλής γιατρός της εποχής στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Lucien Warner, “η Αφρικάνα νέγρα, που μοχθεί δίπλα στον άντρα της στα χωράφια του Νότου, και η Μπριτζέτ, που πλένει και τρίβει και μοχθεί στα σπίτια μας στο Βορρά, κατά κύριο λόγο απολαμβάνουν καλή υγεία, με σχετική ανοσία στις ασθένειες της μήτρας”, αφού “δεν είναι η σκληρή εργασία και η στέρηση που κάνουν τις γυναίκες στη χώρα μας ασθενικές, αλλά οι συνθήκες και οι συνήθειες που συνδέονται στενά με τις αποκαλούμενες ευλογίες του πλούτου και του εξευγενισμού”.
Η υστερία ως διανοητική διαταραχή και ο φθόνος του πέους
Φτάνουμε έτσι στο σημείο της ιστορίας μας που σας εξηγώ γιατί σας έβαλα να φανταστείτε ότι μετράτε κλειτορίδες παριζιάνων γυναικών του μεσοπολέμου.
Στις αρχές του εικοστού αιώνα, η γυναικεία σεξουαλικότητα έχει αυτονομηθεί από την αντρική, μόνο και μόνο για να κριθεί υποδεέστερή της. Είναι διανοητό πλέον για τις γυναίκες να απολαμβάνουν το σεξ, αρκεί αυτό να γίνεται σωστά, δηλαδή να είναι διεισδυτικό και εντός γάμου με έναν άντρα (ναι, ξέρω, σοκ).
Το 1924, δημοσιεύεται στο ιατρικό περιοδικό Bruxelles Médical ένα άρθρο με τίτλο “Σκέψεις γύρω από τα ανατομικά αίτια της ψυχρότητας στη γυναίκα” υπογεγραμμένο από εναν μυστηριώδη Α. Ε. Ναρτζιανί. Το άρθρο εξηγεί πως ο Φρόυντ δεν υπολόγισε ως παράγοντα της επονομαζόμενης ‘γυναικείας ψυχρότητας’ ένα πολύ σημαντικό ζήτημα της γυναικείας ανατομίας: όσο πιο μικρή ήταν η “στομιο-κλειτοριδική” διάμετρος, δηλαδή η διάμετρος μεταξύ του κόλπου και της κλειτορίδας, τόσο αυξάνονταν οι πιθανότητες να απολαμβάνει μια γυναίκα το μόνο αρμόζον σεξ, το κολπικό.
Πώς υπολογίστηκε αυτό; Μα από ένα δείγμα διακοσίων γυναικών που επιλέχθηκαν τυχαία στους δρόμους του Παρισιού.
Η φροϋδική ψυχανάλυση, που κατά κόρον αποτέλεσε τη θεραπευτική μέθοδο της υστερίας, είχε ήδη κάνει ως τότε δύο τεράστια δώρα στην ανθρωπότητα: τις έννοιες του “φθόνου του πέους” και της “γυναικείας ψυχρότητας”. Ο Φρόυντ δε θεωρούσε, όπως συνέβαινε τον προηγούμενο αιώνα, την υστερία ζήτημα παθολογικό, αλλά αποτέλεσμα συναισθηματικής και νευρολογικής ανεπάρκειας, μια ψυχική διαταραχή που μπορεί να προσεγγιστεί θεραπευτικά μέσω του διαλόγου. Για να σας το κάνω ακόμη πιο τάληρα, οι ασθένειες και τα δεινά των γυναικών πλέον αποδίδονταν στο φθόνο που αυτές ένιωθαν για το ανδρικό μόριο, και όχι στη μήτρα τους. Yay!
Κατά τον Φρόυντ, η κολπική διείσδυση ήταν η μόνη ενδεδειγμένη απόλαυση, καθώς ο κλειτοριδικός οργασμός ήταν για εκείνον “αρσενικός”, “ανώριμος”, “εφηβικός” και βεβαίως κατώτερος από τον κολπικό, που για τον Φρόυντ φυσικά και υπήρχε – αν δεν μπορούσες να τον βιώσεις, αν τελείωνες μόνο κλειτοριδικά, τότε είχες κάποιο πρόβλημα και εκδήλωνες γυναικεία ψυχρότητα.
Μόνο μέσα από το κολπικό σεξ, και τον επακόλουθο οργασμό, εκπλήρωνε μια γυναίκα το φυσικό της ρόλο, που ήταν φυσικά άρρηκτα συνδεδεμένος με την ανδρική απόλαυση. Συγχαρητήρια, κάπως έτσι ήσασταν παρούσες στη γέννηση του μύθου του κολπικού οργασμού.
Η Πριγκίπισσα Μαρία Βοναπάρτη, που ήταν στην πραγματικότητα η Α. Ε. Ναρτζιανί, περιγράφει στο βιβλίο της Γυναικεία Σεξουαλικότητα (1953) τη “θεραπευτική” χειρουργική πρακτική της μείωσης της απόστασης μεταξύ της κλειτορίδας και του κόλπου, που αρχισε να γίνεται της μόδας στις ανώτερες τάξεις: “Αντιλήφθηκα ότι σε κάποιες γυναίκες που η απόσταση αυτή ήταν μεγάλη, και η εμμονή τους για την κλειτορίδα ανυποχώρητη, μια συμφιλίωση ανάμεσα στην κλειτορίδα και τον κόλπο θα μπορούσε να συμβεί με χειρουργική επέμβαση, η οποία θα συνέβαλε στη φυσιολογική ερωτική λειτουργία. Ο καθηγητής Halban της Βιέννης, τόσο ως βιολόγος όσο και ως χειρουργός, ενδιαφέρθηκε για το πρόβλημα και πρότεινε μια απλή χειρουργική τεχνική. Με την τεχνική αυτή, ανασταλτικός σύνδεσμος κοβόταν και η κλειτορίδα στερεώνονταν στις υποκείμενες δομές, μετατοπιζόμενη σε μια πιο χαμηλή θέση, σμικρύνοντας, επίσης, τα εσωτερικά χείλη του αιδοίου”.
Η υποχρέωση της σεξουαλικής απόλαυσης
Η πλήρης δαιμονοποίηση της κλειτορίδας και η παντελώς φαλλοκεντρική αντίληψη του σεξ στέρησε από τις γυναίκες την απόλαυση στο κρεβάτι, τις αντικειμενοποίησε και τις καθήλωσε σε ρόλους παθητικότητας και υποταγής.
Με τη δυναμική ανάδυση του γυναικείου κινήματος στα μέσα του εικοστού αιώνα από τη μία, και με την ανθεκτικότητα της υστερίας απο την άλλη (η υστερία διαγράφηκε από το DSM μόλις το 1980), η γυναικεία σεξουαλική καταπίεση τέθηκε επί τάπητος και αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης.
Για πολλές γυναίκες, το σεξ δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια υπηρεσία, μια προέκταση της άμισθης εργασίας που παρείχαν στο σπίτι για να έχουν ικανοποιημένο το συζυγό τους. Οι άντρες ήλεγχαν πλήρως την αναπαραγωγή και τη σεξουαλικότητα των γυναικών, καθώς, όπως γράφει η Silvia Federici το 1975, “…οι πατεράδες, τα αδέρφια, οι σύζυγοι και οι νταβατζήδες, όλοι τους επιτηρούν τη σεξουαλική μας εργασία, διασφαλίζοντας ότι εμείς παρέχουμε τις σεξουαλικές υπηρεσίας σύμφωνα με τις κατεστημένες νόρμες παραγωγικότητας”.
Θεωρητικά, μέσα από τη σεξουαλική επανάσταση των ‘60s και των ‘70s, και ειδικά μέσα από την επαναστατικότητα του αντισυλληπτικού χαπιού, σε συνδυασμό με την ολοένα και αυξανόμενη οικονομική ανεξαρτησία των γυναικών, παρόμοια πρόοδος θα έπρεπε να σημειωθεί αναλογικά και στη σεξουαλική τους απόλαυση, σωστά;
Εεε, όχι ακριβώς.
Η Margaret Jackson γράφει το 1987 πως “…παρόλο που είχα εγκαταλείψει εδώ και καιρό την πίστη στις απλοϊκές αντιλήψεις περί σεξουαλικής απελευθέρωσης και είχα μάθει, όπως και άλλες φεμινίστριες, να βλέπω τη ‘σεξουαλική επανάσταση’ ως αυτό που πραγματικά ήταν, δηλαδή ένα μέσο για την αύξηση και νομιμοποίηση του δικαιώματος των ανδρών στη σεξουαλική πρόσβαση στις γυναίκες, εξεπλάγην από το βαθμό αντιφεμινισμού που περιέχεται στα γραπτά των σεξολόγων…”, ενώ για τον οργασμό συγκεκριμένα η Germaine Greer παρατηρεί πως “επιτακτικός κανόνας είναι ο κανόνας του οργασμού, όχι απλά οποιουδήποτε οργασμού, αλλά του τέλειου οργασμού, του τακτικού, του αυθόρμητου, του έντονου και του εγγυημένου”.
Ο νέος κανόνας δεν επιτάσσει απλώς στις γυναίκες να είναι “γατούλες” που εκφράζουν ανοιχτά τη σεξουαλικότητά τους και την ερωτική τους επιθυμία, ότι είναι έτοιμες για όλα -πάντα εντός ορίων όμως, γιατί δεν είναι και τίποτα τσούλες- αλλά τους επιτάσσει σινάμα να απολαμβάνουν το σεξ στον απόλυτο βαθμό, να έχουν συγκλονιστικούς, εξουθενωτικούς οργασμούς μέσα από τους οποίους εκσπερματώνουν σιντριβάνια και περιστέρια, που τις αφήνουν με τρέμουλο από τη μέση και κάτω και κάνουν τα σεντόνια μούσκεμα, κι αν δεν τους έχουν αυτούς τους οργασμούς μπορούν πολύ απλά να προσποιηθούν ότι τους έχουν, για να ικανοποιήσουν πρωτίστως τον αντρικό εγωισμό, αλλά και για να αποδείξουν ότι και οι ίδιες δεν είναι τίποτα πουριτανές, ότι είναι σεξουαλικά απελευθερωμένες και χωρίς ταμπού, διαχωρίζοντας τη θέση τους από τις γυναίκες που δεν είναι τόσο ‘απελευθερωμένες’ όσο οι ίδιες, ιεραρχώντας έτσι τα πρότυπα θηλυκότητας.
Μέσα από την υποτιθέμενη σεξουαλική απελευθέρωση, λοιπόν, επαναδιαπραγματεύτηκαν κι επικαιροποιήθηκαν οι όροι με τους οποίους η πατριαρχία έχει πρόσβαση και έλεγχο στη γυναικεία σεξουαλικότητα και αναπαραγωγή. Είναι ξεκάθαρο ότι η σεξουαλική ελευθερία που μας έχει απονεμηθεί έχει απλώς τα λουριά της ελαφρώς χαλαρωμένα σε σχέση με το παρελθόν. Η Hanne Blank πολύ οξυδερκώς σχολιάζει πως “δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το σημερινό τοπίο της ετεροφυλοφιλικής απόλαυσης είναι ένα ανάμεικτο σακί φιλήδονων πειραματισμών και αγχωτικών κανόνων: τα σύνορα μεταξύ ελευθερίας και ελέγχου είναι ένα άβολο, άκρως πολιτικό μέρος. Θέλουμε οι γυναίκες να είναι αρκετά ασφαλείς στην επιδίωξη της δικής τους ευχαρίστησης, ώστε να επιλέγουν τους δονητές της επιλογής τους σε φιλικά, φεμινιστικής ιδιοκτησίας sex shops, αλλά δεν θέλουμε να προτιμούν τους δονητές από τους άνδρες”.
Το κείμενο αυτό δεν έχει ως σκοπό να προτάξει κάποιο πρότυπο θηλυκότητας ως καλύτερο ή περισσότερο woke από κάποιο άλλο, φιλοδοξεί απλώς, μέσα από την ιστορική συνέχεια της γυναικείας καταπίεσης, να “διαβάσει” το τωρινό κοινωνικοπολιτικό σύστημα ως μια ευρύτερη, διαλεκτική με το παρελθόν, και στο μέτρο του εφικτού διαθεματική εικόνα.
Θέλουμε μονάχα ο οργασμός μας να γίνει επιτέλους δικός μας.
Περαιτέρω ανάγνωση:
-Barbara Ehrenreich & Deirdre English, Complaints & Disorders: The Sexual Politics of Sickness, Feminist Press
Tα σχόλια είναι προσβάσιμα μόνο στα μέλη της Womanlandia. Για να γίνετε μέλος, πατήστε εδώ.