Add to My Favourites

No account yet? Register

Δεξιά και φεμινίστρια; (Και άλλα μετεκλογικά ερωτήματα)

Γράφει η Νεφέλη Καλογεροπούλου

(a.k.a. Ailouroeidestato)

Στον μικρόκοσμο της καθημερινότητας, οι αντιφάσεις στην ανθρώπινη συμπεριφορά είναι στην ημερήσια διάταξη και συχνά λέμε πως κάνουν τους ανθρώπους πιο ενδιαφέροντες. Στα πεδία όμως όπου έχουμε προσδοκίες, όπως η μυθοπλασία και η πολιτική, οι άνθρωποι τείνουν αναζητούν ένα πιο συμπαγές αφήγημα. Στη μυθοπλασία το βαφτίζουμε αληθοφάνεια, στην πολιτική εντιμότητα, και στις δύο περιπτώσεις συνέπεια. Και στις δύο περιπτώσεις, το χρειαζόμαστε για να νιώσουμε εμπιστοσύνη.

Η ανάγκη αυτή συνήθως επισκιάζει την κοινή λογική και την εμπειρία που μας λέει πως η πολιτική (που μας απασχολεί εδώ) είναι σύνθετη υπόθεση, και μάλιστα πολύ πιο σύνθετη από το άθροισμα των ανθρώπων που την αποτελούν. Είναι ένας από τους λόγους που είναι τόσο δύσκολο σε αυτό το πεδίο να υπάρξει συνειδητή συμφωνία, συμβιβασμός και σύγκλιση.

Είναι ωστόσο πιθανότερο να υπάρξει εκλογίκευση των συμβιβασμών μας ώστε να φαίνονται συμπαγείς και άρα πειστικότεροι. Το μέσο για τη διαδικασία αυτή (της εκλογίκευσης) είναι το «μάρκετινγκ» των σύγχρονων πολιτικών κινημάτων, τα οποία, περισσότερο από χειροπιαστές πράξεις, καλούνται να παρουσιάσουν πειστικά αφηγήματα, και πάνω απ’ όλα πειστικά πρόσωπα.

Είναι λοιπόν πολύ παλιά και διεθνής τακτική κάθε μεγάλο ή μεσαίο κόμμα να περιλαμβάνει στο ψηφοδέλτιό του –πέρα από στελέχη του κόμματος που έχουν να συνεισφέρουν τη σταθερή εκλογική πελατεία τους– και πρόσωπα που έχουν να συνεισφέρουν το όνομα και τη φήμη τους: από πρώην αθλητές και ακαδημαϊκούς μέχρι τηλεπερσόνες και ινφλουένσερ, που αποτελούν τη γέφυρα μεταξύ των πολιτικών και των ψηφοφόρων.

Η δεύτερη κατηγορία υποψηφίων έχει κυρίως ως target group τους αναποφάσιστους, οπότε συνήθως επιλέγονται πρόσωπα αν μη τι άλλο συμπαθή ή με κάποιο ειδικό κύρος, ή που το αντικείμενό τους έχει ρεύμα. Στις εκλογές της 21 Μαΐου, για παράδειγμα, η Νέα Δημοκρατία παρουσίασε ως υποψήφια στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας την ιδρύτρια και διαχειρίστρια φεμινιστικής ιστοσελίδας Μαρία Νεφέλη Χατζηιωαννίδου, προκαλώντας στους φεμινιστικούς κύκλους τα δύο ιδεολογικά ερωτήματα:

  • Πώς είναι δυνατόν μια φεμινίστρια να πολιτεύεται με ένα κόμμα που έχει αποδειχτεί –αν μη τι άλλο– συντηρητικό, πατριαρχικής νοοτροπίας, με έντονα ακροδεξιά στοιχεία, με αντιφεμινιστικές δράσεις όπως το παρ’ ολίγον «συνέδριο γονιμότητας» και στενή σχέση με μια από τις πιο σκληροπυρηνικά πατριαρχικές εκκλησίες στον κόσμο;
  • Τελικά, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα ή όχι;

Για το πρώτο ερώτημα: κατ’ αρχάς, ένα πατριαρχικής λογικής και ιεραρχίας κόμμα που προσκαλεί φεμινίστριες στα ψηφοδέλτιά του δεν νοιάζεται για τις θεωρητικές διαφορές μεταξύ ρευμάτων του φεμινισμού, και δεν θα προσεγγίσει ως υποψήφια μια φεμινίστρια που τους δίνει μεγάλη σημασία: το ζήτημα είναι να φανεί στο πλατύ κοινό το «άνοιγμα» προς τις τάσεις της εποχής. Τα συντηρητικά κόμματα συνήθως έχουν μια καλή παράδοση στο να παρουσιάζονται ως «μοντέρνα» και «κοντά στη νεολαία» στο κοινό όπου απευθύνονται, και αυτό συνδέεται με τις καλές σχέσεις που έχουν με τη μέινστριμ ποπ και λαϊκή κουλτούρα – την οποία τα παραδοσιακά «αριστερά» κόμματα θεωρούν παρακμιακή και δεν καταδέχονται.

Άλλωστε, θεωρητικά τουλάχιστον, «συντηρητικό» (άλλη μια έννοια που μένει να οριστεί) δεν σημαίνει αυτομάτως αντιφεμινιστικό· ούτε ο φεμινισμός και η ισότητα είναι «προοδευτικές» αξίες σε αντιδιαστολή με τις «συντηρητικές» αξίες, διότι δεν είναι κάτι το καινούργιο πια. Πιο ακριβές θα ήταν να πούμε ότι είναι ανθρωπιστικές αξίες. Άλλωστε, όσο κι αν είναι ταμπού σήμερα να πεις «είμαι φεμινιστής» άλλο τόσο είναι να πεις «είμαι αντιφεμινιστής». Κανένα κόμμα στην εποχή μας δεν διακηρύττει πως είναι κατά της ισότητας και υπέρ των έμφυλων διακρίσεων, κανένα απολύτως. Όλα δηλώνουν πως στηρίζουν την ισότητα. Αυτό που διαφέρει κάθε φορά είναι το τι εννοεί ο καθένας όταν λέει «ισότητα», πώς την ορίζει και πώς πιστεύει πως θα την εξασφαλίσει.

Γι’ αυτό, μεταξύ άλλων, θεωρώ πως δεν έχουν νόημα αφορισμοί όπως «εάν συντάσσεσαι με τους τάδε ή πιστεύεις αυτό και όχι εκείνο, δεν είσαι πραγματική φεμινίστρια». Ο τίτλος της Φεμινίστριας™ είναι κάτι που, εάν το διεκδικεί αποκλειστικά για τον εαυτό του κάθε ρεύμα ενός εξαιρετικά σύνθετου, πολύπλευρου, πολυσχιδούς κινήματος όπως ο φεμινισμός, πολύ απλά δεν θα βγάλουμε άκρη ποτέ.

Για την ιστορία, να θυμίσω πως στο παρελθόν έχουμε δει σουφραζέτες να είναι κατά της εισόδου των γυναικών στην αγορά εργασίας· λευκές Αμερικανές φεμινίστριες να αποκλείουν τις μαύρες, Λατίνες, Ασιάτισσες ή τις λεσβίες φεμινίστριες ώστε να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των πλούσιων και συντηρητικών κοινωνικών στρωμάτων που είχαν μεγαλύτερες δυνατότητες να στηρίξουν το κίνημα· ακόμα, στην εποχή μας υπάρχουν αμφιλεγόμενα ρεύματα του φεμινισμού όπως πχ οι terfs. Μετά από όλα αυτά, δεν είναι περίεργο που κάποια φεμινίστρια συμβαίνει να είναι ως ένα βαθμό συμβατή με ένα πατριαρχικών αντιλήψεων κόμμα.

Κι αυτό μας φέρνει στο δεύτερο ερώτημα.

Πώς σκέφτονται τα ίδια τα υποψήφια άτομα; Τι κίνητρο έχει μια φεμινίστρια να προσφέρει τις υπηρεσίες της σε ένα κόμμα που, έστω έμμεσα και άδηλα, αντιμάχεται βασικές φεμινιστικές διεκδικήσεις;

Κατ’ αρχάς, οι υποψήφιοι βουλευτές δεν μπαίνουν στα ψηφοδέλτια με βάση μια γενική και αόριστη εντύπωση για τον ιδεολογικό τους προσανατολισμό: τα κόμματα αποτελούνται από ανθρώπους. Γνωριμίες, συγγένειες, συμπάθειες, προγράμματα, σχέδια για επιδοτήσεις και κονδύλια, υποσχέσεις για πεδίο δράσης στους τομείς των ενδιαφερόντων τους, έχουν επηρεάσει και πείσει πολλούς οραματιστές: όχι μόνο φεμινίστριες αλλά και επιστήμονες, διανοούμενοι και καλλιτέχνες με ακτιβιστικές φιλοδοξίες μπαίνουν στον πολιτικό στίβο, με την ελπίδα να βρουν τα μέσα να υλοποιήσουν το όραμά τους, να επηρεάσουν, να κάνουν τη διαφορά. Άλλο αν, συχνά, μετεκλογικά αντιλαμβάνονται πως το κόμμα δεν ενδιαφέρεται πραγματικά για τις προτάσεις τους αλλά τους χρησιμοποίησε για βιτρίνα, και αποσύρονται.

Φυσικά, το προσωπικό συμφέρον υπάρχει επίσης ως κίνητρο, το να κατηγορήσουμε όμως εκ των προτέρων τους υποψηφίους για ξεπούλημα, υποκρισία ή φιλαργυρία, είναι υπεργενίκευση.

Κι αυτό μας οδηγεί σε ένα τρίτο ερώτημα:

Ψηφίζουμε αυτά τα άτομα ή όχι;

Δυστυχώς, σε μια χώρα με βαθιά πολιτικά προβλήματα όπου δεν υπάρχει καμία κοινή βάση μεταξύ των κομμάτων εξουσίας, ψηφίζουμε αναγκαστικά με βάση την παράταξη και όχι τη γνώμη μας για μεμονωμένα άτομα, παρότι μπορεί να εκτιμούμε βαθιά συγκεκριμένους υποψήφιους οποιασδήποτε παράταξης. Άρα, ό,τι και να πιστεύουμε ίσως να μην έχει πρακτική εφαρμογή.

Το πώς θα ανταποκριθεί μια υποψήφια στο έργο της εάν εκλεγεί (γιατί αυτό είναι, που, στην τελική, έχει σημασία) θα κριθεί μετεκλογικά.

Και το αν θα «ξεπλυθεί» ένας κοινωνικός αγώνας σε περίπτωση που γίνει πιο «εμπορικός» και γνωστός, είναι πάντοτε ένα ρίσκο, που όμως κάθε ιδεολογικό/ ανθρωπιστικό κίνημα έχει αντιμετωπίσει και αντιμετωπίζει όταν έρχεται η στιγμή να γίνει αυτό που λέμε «μέινστριμ».

Το γενικότερο πλαίσιο: πώς ψηφίζουμε;

Το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα σήμερα δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας, ωστόσο τα δεξιά κόμματα προσπαθούν προεκλογικά να την εμφυσήσουν μιλώντας για ασφάλεια, ανάπτυξη, εξέλιξη, συντονισμό με τις τάσεις της εποχής. Τα αριστερά κόμματα, πάλι, θεωρούν εαυτά, από κεκτημένη ταχύτητα, ανατρεπτικά και «προοδευτικά»*, αλλά δυστυχώς αγνοούν πως οι ανθρωπιστικές αξίες δεν θεωρούνται πια πρόοδος στην κοινή γνώμη καθώς, όπως είπαμε, έχουν παλιώσει.

Σίγουρα δεν βοηθάει και η πεπαλαιωμένη ρητορική της σημερινής ελληνικής Αριστεράς, η οποία κάνει υπόσχεται «αλλαγή» και «ανατροπή» σε έναν λαό που δεν έχει γνωρίσει την τελευταία εικοσαετία παρά αλλαγές και ανατροπές προς το χειρότερο και διψάει για λίγη σταθερότητα.

Αν λοιπόν δεχτεί κανείς πως ψηφίζουμε συναισθηματικά (όσο κι αν το εκλογικεύουμε), σε ταραγμένες εποχές αναζητούμε ό,τι μας φαίνεται ασφαλέστερο, όχι ανατρεπτικό – κι ούτε πειθόμαστε εύκολα πως η ανατροπή θα μας φέρει ασφάλεια και άρα αξίζει το ρίσκο. Αυτή είναι μία από τις πιθανές ερμηνείες του εκλογικού αποτελέσματος της 21ης Μαΐου.

Πιο μακροπρόθεσμα, οι άνθρωποι ψηφίζουμε με βάση το πώς έχουμε διαμορφωθεί με βάση την κοινωνία που μεγαλώσαμε και ζούμε. Η ελληνική κοινωνία είναι πατριαρχική και με πολύ βαθιά ριζωμένα έμφυλα στερεότυπα. Αν δεχτούμε λοιπόν πως ως ένα βαθμό τα κριτήρια ψήφου μας αντανακλούν την εσωτερική μας κοσμοθεωρία, θα μπορούσαμε να πούμε πως ο μέσος ψηφοφόρος βλέπει την Αριστερά ως μια πατριαρχικά στερεοτυπική μητέρα και τη Δεξιά ως έναν πατριαρχικά στερεοτυπικό πατέρα.

Αν δεχτούμε την αναλογία, η Αριστερά είναι μια μητέρα στην οποία θα προστρέξουμε για να στηρίξει τις διεκδικήσεις μας, να ασκήσει πίεση στην πατρική εξουσία και να μας πει πως έχουμε δίκιο· ωστόσο, τη θέλουμε τέλεια, δεν της συγχωρούμε ηθικά ή άλλα σφάλματα και δεν την αναγνωρίζουμε πραγματικά ως εξουσία: τη θέλουμε μεν, ως αντιπολίτευση δε. Με τη σειρά της, εκείνη θυμίζει διαρκώς το πόσες θυσίες έχει κάνει (βλέπε εμφύλιο, εξορίες, βασανιστήρια και διώξεις) και πόσο καταπιεσμένη είναι. «Κρατάει κόντρα» στο αντίπαλο δέος αλλά δεν δείχνει εξίσου πρόθυμη να πάρει εξ αρχής πρωτοβουλίες. Αυτοπαρουσιάζεται, με δυο λόγια, κι η ίδια ως πολιτική οντότητα τον εαυτό της αντιπολίτευση.

Η Δεξιά πάλι –πάντα σύμφωνα με την αναλογία– είναι η κάπως αποστασιοποιημένη και αυστηρή πατρική φιγούρα που υπόσχεται ασφάλεια και σταθερότητα (είτε την παρέχει πραγματικά είτε όχι), που της συγχωρούμε ηθικές εκπτώσεις και αυθαιρεσίες γιατί «τι να κάνουμε, οι πολιτικοί έτσι είναι», που κάπως τη φοβόμαστε αλλά κατά βάθος επιθυμούμε διακαώς την εύνοιά της.

Και καταλήγουμε στην ερώτηση του ενός εκατομμυρίου:

Πώς, συλλογικά ως εκλογικό σώμα, και ατομικά ως πολίτες, θα «ενηλικιωθούμε» ως ψηφοφόροι και κατά συνέπεια θα δούμε το πολιτικό σκηνικό με άλλο βλέμμα;

Αυτό είναι το πραγματικά φλέγον ερώτημα, που όμως είναι πολύ ευρύ για να αναλυθεί εδώ. Η ψυχική ενηλικίωση είναι ούτως ή άλλως εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, πόσο μάλλον όταν τόσοι πολίτες παραμένουν ως τη μέση ηλικία στα παιδικά τους δωμάτια. Ή αναγκάζονται να σπουδάζουν επ’ αόριστον με έξοδα των γονιών τους, και δη με πενιχρό αντίκρισμα. Ή αντιμετωπίζονται επίσης επ’ αόριστον ως μαθητευόμενοι ή χομπίστες στην επαγγελματική ζωή τους και η πληρωμή τους δεν θεωρείται ανταμοιβή για την εργασία τους αλλά κατά παραχώρηση χαρτζιλίκι. Είναι ανθρωπίνως αδύνατον να μην επηρεαστούμε.

Γι’ αυτό ο φεμινισμός, για να μπει ουσιαστικά στη Βουλή, πρέπει να μπει πρώτα ουσιαστικά στον ψυχισμό μας.

Κι αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο στοίχημα.

 

*Ίσως θα ήταν ακριβέστερο να πούμε πως η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των σημερινών «αριστερών» και «δεξιών» ελληνικών κομμάτων, από άποψη ηθικών αξιών, είναι ότι τα μεν δίνουν έμφαση κυρίως στις ανθρωπιστικές αξίες και τα δε στις παραδοσιακές

7
5
3
9
14

Tα σχόλια είναι προσβάσιμα μόνο στα μέλη της Womanlandia. Για να γίνετε μέλος, πατήστε εδώ.