Την κακοποίηση δεν την καταλαβαίνεις πολλές φορές όταν την υφίστασαι. Αυτό το οποίο σου συμβαίνει σου φαίνεται φυσιολογικό. Πολλές φορές στενοχωριέσαι, αλλά σκέφτεσαι πως εσύ φταις. Πως εσύ το προκάλεσες και πως σου αξίζει.
‘Oταν τον γνώρισα ήμουν 18 χρονών. Πολύ μικρή και πολύ κλειστή σαν άνθρωπος, χωρίς εμπειρίες στη ζωή. Κόλλησε αμέσως πάνω μου, σαν βδέλλα, από τον πρώτο μήνα γνωριμίας. Τηλέφωνα με τις ώρες, μηνύματα όλη μέρα. Στην πρώτη εξεταστική μείναμε σε όλη τη διάρκειά της μαζί, και μετά ξανά μανά τηλέφωνα και μηνύματα όλη την ημέρα. Δε μου φαινόταν παράλογο, μου φαινόταν πολύ όμορφο. Κάποιος ασχολείται τόσο πολύ μαζί μου, κάποιος ενδιαφέρεται για εμένα, μου μιλάει όμορφα, μου λέει πως με αγαπάει. Δεν έβλεπα ότι είχε απορροφήσει όλο μου τον χρόνο. Πώς να το δω άλλωστε, αΠόταν μου φερόταν τόσο καλά και με έκανε να αισθάνομαι τόσο σημαντική;
Ξαναλέω, ήμουν από τη φύση μου πολύ κλειστός χαρακτήρας. Δυσκολευόμουν να κάνω φίλους, ήθελα χρόνο. Συνεπώς, οι φίλοι που γνώριζε στη σχολή γίνονταν κατ’ επέκταση και δικοί μου φίλοι. Ετσι κι αλλιώς ήμασταν όλη τη μέρα μαζί, οπότε ήταν κάπως φυσιολογικό το να έχουμε κοινές παρέες. “Και από εδώ η τάδε, αχ συγγνώμη μωρέ είναι ντροπαλή και δε μιλάει πολύ”. How cute (not).
Δεν καταλάβαινα ότι με υποβίβαζε. Αφού ντροπαλή δεν ήμουν έτσι κι αλλιώς; Λογικό το να το λέει. Δεν έβλεπα πόσο άσχημο ακουγόταν σε κάποιον τρίτο. Αφού με αγαπούσε, δε θα έλεγε κάτι άσχημο για εμένα.
Στην πορεία κατάλαβα ότι τα πράγματα δεν ήταν και τόσο ρόδινα. Πολύς έλεγχος. Υπερβολικά πολύς έλεγχος. Δεν τολμούσα να βγω έξω χωρίς το κινητό μου. Μια φορά το έκανα, και με έπαιρνε μετά η μητέρα μου έντρομη τηλέφωνο για το αν είμαι καλά. Δε ξέρω πως βρήκε τον αριθμό της και επικοινώνησε, αλλά το έκανε επειδή “δε με έβρισκε -για μια ώρα- και ανησύχησε-“.
Ψέματα, πολλά ψέματα.
Τα οποία τα καταλάβαινα, γιατί δεν ήξερε και να τα λέει. Και όχι μόνο τα καταλάβαινα, τολμούσα να του το πω κιόλας.
Και έβγαινα η τρελή, η υστερική, η υπερβολική, μου έλεγα πόσο τον έχω κουράσει και ότι τρέχει από πίσω μου. Silent treatment επί μέρες, να μη σηκώνει τηλέφωνα, να μην απαντάει στη μηνύματα, να λέει ψέματα στους κοινούς μας φίλους που τον ρώταγαν που είμαι, να λέει ότι κοιμάμαι και ότι είμαι κουρασμένη.
Δεν κοιμόμουν, όμως, μάτι δεν έκλεινα.
Αντίθετα έκλαιγα και προσπαθούσα να καταλάβω που φταίω και τι είχα κάνει λάθος. Μετά από μέρες, που αποφάσιζε να σηκώσει το τηλέφωνο, αφού τα άκουγα για την “απαράδεκτη” συμπεριφορά μου, με αποζημίωνε πηγαίνοντάς με στο αγαπημένο μου εστιατόριο και μου υποσχόταν ότι δε θα το ξανακάνει. Μέχρι την επόμενη φορά που το ξαναέκανε. Α, και εκείνοι οι κοινοί μας φίλοι δεν ήταν τόσο κοινοί όσο νόμιζα. Εφόσον τους γνώρισα μέσω αυτού, ήταν κυρίως δικοί του φίλοι έλεγε και εγώ ήμουν απλά on the side. Απαγορευόταν να βγαίνω μόνη μου μαζί τους εάν αυτός δε μπορούσε γιατί:
“έπρεπε να μου το έλεγες να βγαίναμε αύριο που θα μπορούσα, γιατί κανόνισες χωρίς εμένα”
“μα μπορούμε να βγούμε και αύριο όλοι μαζί”
“δεν έχει σημασία, έπρεπε να μου το έλεγες”
Και το έκανα. Ξεκίνησα να το λέω, όπως το συμφωνήσαμε. Να στέλνω μηνύματα με αναλυτική αναφορά για το που βρίσκομαι μέσα στη μέρα, καθώς μπορεί να περνούσε εάν έβρισκε τον χρόνο μέσα στην πολυάσχολη καθημερινότητά του. “Είμαι στη σχολή”, “πάω για καφέ με τον τάδε, θα έρθεις;”, “είμαστε εκεί”, “πάω σπίτι”. Εύλογη απορία το εάν ήρθε ποτέ, θα μου πείτε. Μια φορά ήρθε, την ώρα που έφευγα από έναν καφέ, και σπάστηκε κιόλας επειδή δεν κάθισα επιπλέον αφού ήρθε και αυτός (ενώ ήρθε μετά από 2 ώρες, ενώ ήμουν έξω από νωρίς το πρωί, ενώ ήμουν κουρασμένη, απλά για την ιστορία αυτά). Αισθανόμουν απαίσια που του έδινα αναφορά. Δεν το θεωρούσα σωστό, ήταν κάτι που με καταπίεζε. Το έκανα μόνο και μόνο επειδή δεν ήθελα να τσακώνομαι, δεν άντεχα να τσακώνομαι άλλο, δεν άντεχα να κλαίω άλλο, δεν άντεχα τη σιωπή. Γι’ αυτό το έκανα.
Είχα χάσει την αξιοπρέπειά μου, όμως, και το ένιωθα.
Και πολλά άλλα. Να δίνω εξεταστική και αυτός να με περιμένει κάτω από το σπίτι μου να γυρίσω. Να μου χτυπάει τα κουδούνια 9 το πρωί Κυριακής “επειδή πέρναγε”, να ανοίγω νυσταγμένη και να απαιτεί να στρογγυλοκαθίσει. Να κάθεται, να με παίρνει ο ύπνος, και να συνεχίζει να μπαμπαλίζει και να απαιτεί να απαντήσω. Να είμαι κλεισμένη μία εβδομάδα μέσα συνεχόμενα επειδή διάβαζα (και επειδή απαγορευόταν να βγω χωρίς αυτόν), να παρανομούσα και να έβγαινα, να θύμωνε, να του έλεγα ότι “συγγνώμη αλλά ήμουν μία εβδομάδα μέσα, ήθελα να βγω” και να παίρνω ως απάντηση το “γιατί; αφού ήρθα και σε είδα το προηγούμενο Σάββατο”. Ο όποιος έλεγχος, επίσης, γινόταν μόνο από αυτόν προς τα εμένα. Εγώ απαγορευόταν, θύμωνε μόλις ρωτούσα κάτι απλό. Μερικά παραδείγματα είναι αυτά, εάν τα έγραφα όλα θα έβγαινε ολόκληρο βιβλίο.
Αισθανόμουν εγκλωβισμένη. Αισθανόμουν ότι εάν τον αφήσω θα μείνω παντελώς μόνη μου, χωρίς κανέναν φίλο. Οι παρέες όλες κοινές, θεωρούσα ότι αυτόν θα επέλεγαν και πως κατ’ επέκταση δε θα είχα εγώ κανέναν. Μου φαινόταν φυσιολογικό, γιατί έτσι με είχε κάνει να το νιώθω. Δεν ήξερε κανένας τι συμβαίνει. Δεν είχα μιλήσει πουθενά. Θεωρούσαν ότι όλα είναι καλά, αυτό έβλεπαν εξάλλου. Μια ντροπαλή κοπέλα και έναν κοινωνικό τύπο να είναι πακετάκι επειδή “έτσι είμαστε εμείς”.
Μια μέρα ήρθε απλά η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Ξέσπασα αρκετά άσχημα. Περίμενα μια συγγνώμη, την οποία δεν πήρα ποτέ. Αντιθέτως, ζήτησα συγγνώμη εγώ. Απάντηση καμία. Μετά από μια εβδομάδα έστειλα ένα τελευταίο μήνυμα, όπου εξηγούσα πολλά πράγματα, και τον μπλόκαρα.
Τον μπλόκαρα επειδή φοβόμουν την αντίδρασή του από τη μία, ότι δηλαδή θα μου μιλούσε άσχημα, και από την άλλη επειδή μέσα μου ήξερα ότι μπορεί και να μην έπαιρνα απάντηση. Μετά από αυτό μίλησα. Είπα την οπτική μου. Την πίεση που ένιωθα. Και κατάλαβα για τους φίλους “του” δεν ήμουν τόσο καιρό on the side, αλλά το main dish. Απλά δεν το έβλεπα γιατί δε με άφηνε να το δω.
Τότε άρχισαν και οι κατηγορίες. Πως είμαι υπερβολική, δραματική, πως λέω ψέματα και πως θέλω να τους πάρω όλους με το μέρος μου. Δεν ασχολήθηκα. Δεν ασχολήθηκε και κανένας άλλος. Οι κοινές παρέες έπαψαν να είναι κοινές, και απλά έσβησε από τον χάρτη. Ιδιαίτερο ευχαριστώ στην Χ και στον Ψ από τους “φίλους του”, που κάθισαν και με άκουσαν επί ώρες και επί μέρες και που με συμβούλευσαν σωστά.
Πέρασαν χρόνια από τότε. Επέστρεψα πίσω μετά από 3 χρόνια απουσίας στο εξωτερικό. Δε ξέρω αν το έμαθε ή αν ήταν τυχαίο, αλλά μία εβδομάδα μετά χτύπησε το τηλέφωνο. Δεν γνώρισα τη φωνή του. Δεν ήξερα τι να του πω. Μου είπε ότι ήθελε να βρεθούμε. Δέχτηκα γιατί δε μπορούσα να αντιδράσω, μου είχαν κοπεί τα πόδια. Βρεθήκαμε. Μου είπε ότι περίμενε πως θα χαιρόμουν που με πήρε τηλέφωνο. Μου είπε πως δεν έχει αγαπήσει άλλη σαν εμένα, και διάφορα άλλα τέτοια. Τα άκουγα ανέκφραστη. Δε μπορούσα να τον κοιτάξω.
Γύρισα σπίτι και έπαθα κρίση πανικού, μου είχε κοπεί η ανάσα.
Μετά από αυτό τον είδα και μερικές άλλες φορές. Νομίζω ότι το έκανα επειδή προσπαθούσα να τον συγχωρέσω και επειδή δεν ήθελα να υπάρχει bad blood μεταξύ μας. Μπορεί και επειδή βαριόμουν στο lockdown, μπορεί και λόγω περιέργειας να δω που θα πάει αυτό, μπορεί και όλα μαζί. Είχαν περάσει και χρόνια, εξάλλου, από τότε. Ξεκίνησαν πάλι τα συνεχή μηνύματα, έπειτα από λίγο καιρό. Ηταν σαν να μου έμπαινε η ίδια θηλιά στον λαιμό.
Κατάλαβα ότι οι άνθρωποι δεν αλλάζουν.
Σταμάτησα να απαντάω. Σταμάτησε να μου στέλνει. Δε ξέρω αν πήρε το μήνυμα. Δε ξέρω αν θα με προσεγγίσει ξανά. Ξέρω, όμως, ότι από τότε που έβαλα τέλος δεν άφησα κανέναν άλλον να με εκμεταλλευτεί μ’ αυτόν τον τρόπο. Κατάλαβα τι αξίζω, γεννήθηκα ξανά, έγινα ανεξάρτητη, έκανα πράγματα που δε φανταζόμουν ποτέ μου ότι θα έκανα. Αυτός πάλι, ο ίδιος άνθρωπος έμεινε. Σαν να μην πέρασε μια μέρα από πάνω του. Ολόιδιος. Αυτή η σύγκριση με έκανε να χαρώ αρκετά.
Tα σχόλια είναι προσβάσιμα μόνο στα μέλη της Womanlandia. Για να γίνετε μέλος, πατήστε εδώ.