Add to My Favourites

No account yet? Register

Γράφει η Σανάνθη 

Τέλη Αυγούστου και ήταν άλλη μια δύσκολη μέρα στο Προξενείο. Ωστόσο, ευελπιστούσα πως θα τελείωνε χωρίς άλλες περιπέτειες. Είχα την τελευταία συνέντευξη της ημέρας για αίτηση βίζας και μετά σκεφτόμουν τις ατελείωτες εκτυπώσεις που έπρεπε να κάνω. Μάλλον, θα με έπαιρνε το βράδυ, πάλι. Ο Αύγουστος ανέκαθεν ήταν μήνας αιχμής για τις βίζες Schengen. “Εχω απόλυτη ανάγκη να ξεκουραστώ, όφισερ. Ανυπομονώ να πάρω τη βίζα μου και να επισκεφτώ την όμορφη χώρα σας. Έχω πέντε χρόνια να κάνω πραγματικές διακοπές. Έχω φτάσει στα όριά μου”.

Έτσι ξεκίνησε τη συνέντευξη η 40χρονη γυναίκα που καθόταν απέναντί μου με το ξανθό βαμμένο μαλλί, τα ακριβά ρούχα και τα φανταχτερά κοσμήματα. Φαινόταν πραγματικά πολύ κουρασμένη, στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Τα μεγάλα μαύρα μάτια της με τις πυκνές βλεφαρίδες τρεμόπαιζαν νευρικά. Σκέφτηκα στιγμιαία πως ένα καστανό χρώμα στα μαλλιά της θα αναδείκνυε περισσότερο τα εκφραστικά φρύδια της και τη σταρένια επιδερμίδα της, αλλά αμέσως μετά κατέβασα το κεφάλι για να συγκεντρωθώ στο αίτημά της. Έλεγξα το φάκελο της αίτησής της: κάτοχος λιβανέζικου διαβατηρίου και μόνιμη κάτοικος Τορόντο τα τελευταία χρόνια, με ένα μεγάλο εισόδημα από την εργασία της σε γνωστή εταιρεία και ένα προπληρωμένο πολυτελές 20ήμερο πακέτο διακοπών και ξεναγήσεων σε Αθήνα, νησιά του Αιγαίου, Ρόδο και Κρήτη. Θα ταξίδευε μόνη της.

Όλα έδειχναν πολύ παραπάνω από εντάξει για χορήγηση τουριστικής βίζας Schengen. Όμως το σύστημα των θεωρήσεων εισόδου δεν ήθελε με τίποτα να συνεργαστεί. Η κάμερα και ο σαρωτής δακτυλικών αποτυπωμάτων στέκονταν ακίνητα, βουβά. Ξεφύσηξα προσπαθώντας αρχικά με διάφορα ctrl + esc και στο τέλος, με επανεκκίνηση, να ξεκουνήσω τον κέρσορα πάνω στην οθόνη. Τίποτα. Καμία αντίδραση. Η αίτηση έδειχνε λες και είχε κρασάρει σε παγόβουνο. Ένας Τιτανικός συναισθημάτων πλημμύρισε το δωμάτιο. Σκεφτόμουν πυρετωδώς τα υπηρεσιακά τηλέφωνα που έπρεπε να κάνω για να λύσω το πρόβλημα. Ανέκαθεν σιχαινόμουν τις τεχνολογικές τρικλοποδιές που υπονόμευαν την αποτελεσματικότητά μου.

Η κυρία Αμάλ Σ., από την άλλη, δεν έκρυβε την ανυπομονησία της. Έβαλε το ένα πόδι πάνω στ’άλλο και άρχισε να κουνάει τη γόβα της πέρα-δώθε, πέρα-δώθε, σαν εκκρεμές.

“Με συγχωρείτε πάρα πολύ κυρία Σ., το σύστημα κόλλησε και είναι αδύνατο να περάσω την αίτησή σας σήμερα. Θέλετε να έρθετε αύριο το πρωί, μήπως μέχρι τότε το πρόβλημα έχει αποκατασταθεί;” ρώτησα με κάποια ελπίδα πως θα συμφωνούσε για να κερδίσω λίγο υπηρεσιακό χρόνο. Η ακριβή γόβα σταμάτησε την κουνιαμπέλα και προσγειώθηκε στη χιλιοπατημένη μοκέτα.

“Σήμερα μόνο μπορώ, και μόνο μέχρι τις 4, γιατί αμέσως μετά έχω μια πολύ σημαντική επαγγελματική συνάντηση. Όσο για αύριο, το πρόγραμμά μου είναι υπερφορτωμένο”, είπε φανερά ανήσυχη, καθώς κοιτούσε το κινητό της κουνώντας το κεφάλι.

“Ωραία, τότε,” αναστέναξα, “Θα χρειαστεί να κάνω πρώτα κάποιες τεχνικές συνεννοήσεις. Θέλετε να πάτε για έναν καφέ και να ξανάρθετε σε καμιά ώρα;”

“Ασφαλώς. Oπωσδήποτε χρειάζομαι έναν καφέ τώρα. Η΄ ένα ποτάκι”, είπε και σηκώθηκε κοιτώντας το γραφείο μου με κάποια αγωνία. “Ελπίζω να το διορθώσετε γρήγορα, όφισερ”.

“Θα κάνουμε ό,τι μπορούμε”, της απάντησα και κοίταξα τα μηχανήματα σαν να τα απειλούσα “το νου σας, ρεμάλια”. Μερικές φορές είχα την εντύπωση ότι τα μηχανήματα σταματούσαν επίτηδες σαν να ήθελαν να πουν:“Ριλάάάξ, άνθρωποι. Κάντε κάτι άλλο!Πάτε μια βόλτα! Ε,μα, αρκετά!” Βρε, λες; Γίναμε πιο μηχανές κι από τις μηχανές; Και μερικές φορές έλεγα πως με την οργιώδη φαντασία μου θα έπρεπε να γίνω συγγραφέας. Όμως, εγώ εκεί, κουφή, στα δικά μου, τα ανθρώπινα τρεχάματα. Και η Αμάλ Σ., κουφή κι εκείνη, να επιμένει στα δικά της ανθρώπινα σχέδια. Μετά από διάφορες προσπάθειες, τα “ρεμάλια”αποφάσισαν να πάρουν μπρος (“δεν ακούτε, άνθρωποι, πφφφ”) και η αίτηση της Αμάλ Σ. με τα πολλά εστάλη προς διαβούλευση εκείνη τη μέρα. Της είπα ότι θα ειδοποιηθεί σε 12-14 ημέρες για τη βίζα, και η ίδια έφυγε φουριόζα για το επόμενο ραντεβού της.

Σε δυο εβδομάδες πράγματι η βίζα της ήταν έτοιμη. Η Αμάλ Σ. ειδοποιήθηκε να παραλάβει το διαβατήριο, ευχαρίστησε με χαρά αλλά δεν εμφανίστηκε. Τόση ανυπομονησία, τόση πίεση, για να μην εμφανιστεί τελικά; Κούνησα το κεφάλι μου.

Πέρασε ένας μήνας. Πέρασαν δύο μήνες. Το διαβατήριό της παρέμενε αζήτητο στο ράφι με τα αλλοδαπά διαβατήρια στο γραφείο των Θεωρήσεων Εισόδου. Της έστειλα, επανειλημμένως, μήνυμα στην ηλεκτρονική διεύθυνση που είχε δηλώσει στην αίτησή της. Αφήσαμε κάμποσες φορές μήνυμα στον τηλεφωνητή της, καθώς το κινητό της έμοιαζε μονίμως απασχολημένο ή απενεργοποιημένο. Κάποια στιγμή ο τηλεφωνητής της έβγαλε ειδοποίηση ότι ήταν γεμάτος και δεν δεχόταν άλλα μηνύματα. Απόρησα, όπως είναι φυσικό. Κάτι θα της έτυχε, πολύ σοβαρό. Μετά το ξέχασα απορροφημένη με άλλα θέματα που ξεφύτρωναν συνέχεια. Πέρασαν τρεις μήνες. Είχα πια αποφασίσει να στείλω το διαβατήριό της στην ταχυδρομική της διεύθυνση, πριν φτάσει το τέλος του έτους.

Ένα πολύ κρύο πρωινό του Δεκεμβρίου, η Αμάλ Σ. εμφανίστηκε σαν ξωτικό του χιονιού να παραλάβει το διαβατήριό της. Η αλήθεια είναι ότι δεν τη γνωρίσαμε στην αρχή. Είχε βάψει και κόψει τα μαλλιά της σε ένα κοντό βαθυκάστανο καρέ που της πήγαινε πολύ και η ομιλία της κυλούσε ήρεμη και σταθερή. Καμία σχέση με τη δραματικότητα που ξεχείλιζε από κάθε πόρο της επιδερμίδας της τρεις μήνες πριν. Είπε πως ακριβώς τη μέρα που ειδοποιήθηκε πως η βίζα ήταν έτοιμη, ο πατέρας της εισήχθη εσπευσμένα στο νοσοκομείο και αναγκάστηκε να ακυρώσει τα πάντα.

Πήρε άδεια από τη δουλειά κι έτρεχε κάθε μέρα στο νοσοκομείο, ελπίζοντας πως ο πατέρας της θα βγει νικητής στο τέλος. Έτρεχε κι έτρεχε κι έτρεχε, με κομμένη την ανάσα. Ένα ράκος. Δυστυχώς, μετά από σκληρό αγώνα 6 εβδομάδων, ο πατέρας της κατέληξε. Και τώρα; Τώρα, μόνο κλάμα, τύψεις και περισυλλογή για όσα μπορούσε να είχε κάνει μαζί του, όσο εκείνος ζούσε, και δεν έκανε, γιατί πάντα εκείνη έτρεχε κι έτρεχε κι έτρεχε.

Η περιπέτεια αυτή αποτέλεσε τη χαριστική βολή στην κοσμοθεωρία της που είχε, έτσι και αλλιώς, ανεπανόρθωτα κλονιστεί τον τελευταίο καιρό, όπως τόνισε εμφατικά. Παραιτήθηκε από τη δουλειά με τα εξοντωτικά ωράρια και τις ατελείωτες υποχρεώσεις και βρήκε μια άλλη μερικής απασχόλησης με πολύ λιγότερες απαιτήσεις και απολαβές. Δεν την ένοιαζε τίποτα πια. Όμως δεν ήταν όλα μαύρα, πρόσθεσε. Στο νοσοκομείο γνώρισε έναν αξιόλογο Καναδό γιατρό, λιβανέζικης καταγωγής, με τον οποίο σκέφτονται να πάνε μαζί στην Ελλάδα κάποια στιγμή. Αποφάσισε να μην ξαναφήσει έτσι τον εαυτό της αναγάπητο. Έβαλε το διαβατήριο στην πανάκριβη τσάντα-ενθύμιο μιας άλλης εποχής, και με αποχαιρέτησε λέγοντας:

“Η ζωή είναι τόσο μικρή, τόσο περαστική, όφισερ. Σημασία έχει να είμαστε καλά. Κι εγώ δεν ήμουν καλά, για πολλά χρόνια. Είχα φλομώσει τον εαυτό μου με “θα” και “όταν” κι έχανα το “τώρα”, τρέχοντας συνέχεια χωρίς να ξέρω για πού ακριβώς. Για πού; Δυστυχώς, έπρεπε να χάσω τον πατέρα μου για να το καταλάβω, αλλά κάλλιο αργά παρά ποτέ. Ελπίζω τώρα να ζήσω το παρόν. Ήδη το ζω”.

Αυτό συνέβη δυο χρόνια πριν. H Amal S. πραγματοποίησε φέτος το καλοκαίρι έναν παραμυθένιο μήνα του μέλιτος στην Ελλάδα και μας έστειλε ηλεκτρονικές φωτογραφίες με τον Καναδολιβανέζο σύζυγό της. Σε όλες τις φωτογραφίες έμοιαζε πολύ ευτυχισμένη με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά του υπέροχου, βαθυκάστανου καρέ της.

Αμάλ στα αραβικά σημαίνει “ελπίδα” .

4
1
13

Tα σχόλια είναι προσβάσιμα μόνο στα μέλη της Womanlandia. Για να γίνετε μέλος, πατήστε εδώ.