Ήμουν φαν της μέρας, το ομολογώ.
Ναι καπιταλιστική, ναι cringe, ναι γλυκανάλατη αλλά έχω μια έμφυτη αδυναμία σε όλες τις ευκαιρίες για φιέστα. Δώσε μου θεματικές ημέρες και πάρε μου την ψυχή.
Ήταν ο δεύτερος Βαλεντίνος που περνούσα μαζί με τον τότε σύντροφό μου, συμφοιτητή μου, την πρώτη μου όμορφη και κανονική σχέση μου που κράτησε πολλά χρόνια. Ο πρώτος μας Βαλεντίνος, είχε τύχει μέσα στην μετακόμιση που έκανε άρον άρον λόγω σοβαρής μούχλας στο σπίτι του, και παρότι ήταν πανί με πανί μου, είχε πάρει 2 παστάκια καρδούλες (πόσο cute ρε ο καλούλης) και είχαμε περάσει τέλεια, ανάμεσα σε μισό άδειες κούτες και πίτσες.
Ε την δεύτερη χρονιά είχα μετακομίσει και εγώ εκεί, με είχε πιάσει μαγειρικός οίστρος, και ήθελα να ανταποδώσω και να του κάνω ένα μεγαλειώδες δείπνο. Ήθελα να τον περιποιηθώ. Απαραίτητη διευκρίνιση ότι τα πρώτα 19 χρόνια της ζωής μου δεν είχα φτιάξει ούτε τοστ ψημένο. Για κάποιον αψυχολόγητο λόγο, όταν τον γνώρισα, ήθελα να το παίξω Βέφα Αλεξιάδου, του είχα πει ότι είμαι σουπερ και μαγειρεύω τα πάντα, με τραγελαφικά αποτελέσματα. Προφανώς κατάλαβε πολύ γρήγορα ότι έλεγα μπαρούφες, αλλά όταν συγκατοικήσαμε όντως παθιάστηκα με την μαγειρική, κάτι που μου έμεινε μέχρι και σήμερα. Ωστόσο από το 0 στο 100 δεν πας εύκολα βρε κολλητή, οπότε ναι, τόσα ήξερα τόσα έκανα…
Αποφάσισα ότι το μενού θα είχε τα αγαπημένα του, και κυρίως του αρέσει η ιταλική κουζίνα. Το παιδί πέρα από το ότι μαγείρευε πολύ καλά ο ίδιος, είναι και πολύ αριστοκρατικός και foodie από μόνος του, πολύ ψαγμένος.
Για ορεκτικό θα έκανα μπρουσκέτες (που δεν ήταν το αγαπημένο του απλά ήταν το μόνο ορεκτικό που ήξερα να φτιάχνω), για κυρίως καρμπονάρα, την ορίτζιναλ παρακαλώ, όχι τις ψευτιές με κρέμα γάλακτος όπως έλεγε, και για γλυκό θα έκανα παγωτό στρατσιατέλα και σκέφτηκα να μπήξω και σπιτική καραμέλα που του άρεσει σαν γεύση, για έξτρα πόντους. Είχα δει κάτι βιντεάκια από το Tasty που τότε ήταν ευαγγέλιο, που έλεγε ότι για σπιτική καραμέλα αφήνεις ώρες ζαχαρούχο να βράζει (μου είχε φανεί πολύ ψαγμένο και δύσκολο), και λεω πωωωω νταξει, ποια είμαι πια, θα το κάνω και θα τρελαθεί τελείως. Spoiler alert: δεν ήταν αυτός που τρελάθηκε τελικά.
Οκ, από την αρχή είχε πάει στραβά η μέρα. Είχε περάσει και 1,5 χρόνος σχέσης, είχαμε φύγει και από το στάδιο που δεν τολμάς να πεις τίποτα αντίθετο από αυτό που θέλει το ζουζούνι σου που δεν είναι πια και πολύ ζουζούνι σου (cringe, αλλά καταλαβαίνετε τι θέλω να πω). Εξαρχής σπάστηκε που ήθελα να δούμε και φέτος την ταινιούλα που έβγαζε η Lacta κάθε χρόνο. Εγώ το είχα τάμα και τον παρακάλεσα, άλλωστε κρατούσε ελάχιστα, ούτε 20 λεπτό. Ρώτησα τι άλλο προτείνει αν είναι να μην δούμε αυτό, δεν πρότεινε τίποτα και ήταν σε φάση μιεχ. Μμμμμ δεν το λες και mood setter όλο αυτό.
Ας προχωρήσουμε στο φαγητό. Είχα πάει από νωρίς να αγοράσω τα υλικά, δεν πήγα καν στο μάθημα της σχολής για να ετοιμάσω και το σπίτι να βάλω και το βρωμοζαχαρούχο στη φωτιά. Βραδιάζει, γυρνάει σπίτι. Λέω να ξεκινήσω με την καρμπονάρα. Πανέξυπνη ιδέα, ότι πρέπει η συνταγή αυτή για να κάθεται ώρα μέχρι να ετοιμαστούν τα υπόλοιπα.
Δυστυχώς, δεν μπορώ να περιγράψω πολλά, τα περισσότερα από την προετοιμασία μου έρχονται πλέον σαν fever dream, δεν τα θυμάμαι καθαρά, το μόνο που θυμάμαι είναι μια γενικευμένη αίσθηση πανικού, απελπισίας και συνειδητοποίησης ότι τα έκανα σκατά. Πόση ταλαιπωρία, πόσα πράγματα έκανα ξανά και ξανά. Από το να μου τρέχει ο κρόκος όταν χώριζα τα αυγά, μέχρι το λαπάδιασμα των μακαρονιών, όλο πήγε λάθος. Όμως! Ήταν στραβό το κλίμα, το φαγε και ο γάιδαρος, aka ο πρώην μου. Ερχόταν μέσα συχνά πυκνά, έλεγχε, και κάποια στιγμή, καλόπιστα μεν, με ύφος Έκτορα Μποτρίνι δε (καθώς όντως ήταν γνώστης ο άτιμος), σκύβει πάνω από το μείγμα, και μου ανακοινώνει: να ξέρεις, θα σου κόψει. Τον κοιτάω και προσπαθώντας να μην το γρουσουζέψω, λέω, έλα όχι αφού τα κάνω κατα γράμμα όλα. “Καλά αγάπη μου, εγώ για σένα το λέω, θα κόψει αλλά δεν πειράζει”. Του λέω βγες έξω τώρα, προσθέτοντας από μέσα μου “για να μην σου κόψω τίποτα άλλο τέτοια μέρα”. Με το ηθικό στα πατώματα, βάζω μπροστά και τις μπρουσκέτες, με το πρόσωπο μου να είναι σαν το θλιμμένο emoji. 🙁 Σνιφ, κλαψ, λυγμ. Τα νεύρα μου είχαν ήδη τσαταλιαστεί και είχα κουραστεί.
Φυσικά, όντως έκοψε. Θυμάμαι να τον κοιτάω από την κουζίνα να κάθεται μέσα, στο τραπέζι, σαν να έχω μπροστά μου την Κασσάνδρα ένα πράγμα. Σαν να έχω μπροστά μου τον Bruno από το Encanto (he told me my fish would die, the next day DEAD, your fate is sealed when your prophecy is read και τα λοιπά). Καλά λένε καλύτερα να είσαι κακός μάντης παρά μάντης κακών, ο μάντης την πληρώνει στο τέλος, με μισό μάτι τον κοιτούσα. Τέλος πάντων, του το παρουσιάζω να φάμε να τελειώνουμε. Ήταν σαν να τρώμε μακαρόνια με scrambled αυγά και κομματάκια bacon. Και μύριζαν και αυγουλίλα.
“Πως σου φαίνεται;”, ρώτησα με το ψύχραιμο ύφος της Χριστίνας Μαρκάτου όταν ρωτούσε τη Σάσα να της πει για την αρραβωνιάρα του Αντώνη, δηλώνοντας ότι “αφού το βλέπεις αγάπη μου, είμαι έτοιμη να ακούσω τα πάντα” *κραδαίνοντας κηροπήγιο*.
“Νόστιμη είναι πάντως”. ΠΑΝΤΩΣ. Μαχαιριά στην καρδιά.
Βλέπαμε την ταινιούλα της Lacta, και λύσσαξε να σχολιάζει πόσο πίπα ήταν, και πόσο ηλίθιο, ε λέω οκ ας το κλείσουμε το ρημάδι γιατί κάπου όπα. Πάμε παρακάτω.
Άντε λέω, ήρθε η ώρα για το παγωτό, σκέφτομαι δεν μπορεί, αυτό είναι εγγυημένη επιτυχία. Παίρνω ανάσα, προσπερνάω την πανωλεθρία να ευχαριστηθούμε τη βραδιά. Γίνομαι πάλι χαρωπή πεταλουδίτσα και φεύγω από το attitude Gordon Ramsey και νταλικέρη που είναι πολλές ώρες στο δρόμο. Επειδή μου είχε μείνει λίγος εγκέφαλος, είχα πάρει έτοιμο παγωτό βανίλια, και θα έλιωνα σοκολάτα και θα πρόσθετα την καραμέλα. Η “καραμέλα” αρκετά πηχτή, οκ όχι και ότι καλύτερο, αλλά την έβαλα. Ανακατεύω, σερβίρω, εξηγώ την διαδικασία με την οποία έγινε το ζαχαρούχο καραμέλα και ρωτάω γνώμη.
“Θα το προτιμούσα χωρίς αυτό είναι η αλήθεια, το κάνει υπερβολικά λιγωτικό”. Λέω “πλάκα μου κάνεις, μου βγήκε η ψυχή να το κάνω”. Και απαντάει θρασύτατα: “καλά έτοιμο ήταν το παγωτό όμως”.
Τι το θελε και το ‘πε. Τ Ι Τ Ο Θ Ε Λ Ε. Δευτερόλεπτα σιωπής. Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Κάντε εικόνα τη γη να παγώνει σε δευτερόλεπτα επειδή έσβησε ο ήλιος. Κάντε εικόνα τα δευτερόλεπτα πριν το τσουνάμι χτυπήσει το Άγαλμα της Ελευθερίας σε κάποια ταινία καταστροφής. Κάντε εικόνα να μπαίνει ο Ντορμάμου από τη Σκοτεινή του Διάσταση στη Γη στο άβατο του Χονγκ Κονγκ.
Μη ειρωνικά, το soundtrack που άρχισε να παίζει στο μυαλό μου εκείνη την ώρα -και μετά από μερικά δευτερόλεπτα και στο δικό του μυαλό γιατί κατάλαβε τι έκανε-, ήταν αυτό, όσο τον κοιτούσα αμίλητη και ακούνητη για πάνω από 1-2 λεπτά σίγουρα.
H Οργή του Θεού. Αρχαία αιγυπτιακά πνεύματα με κατέκλυσαν και το ματάκι μου γυάλισε. Το βλέμμα μου στένεψε. Τα χείλη μου σφίχτηκαν. Η ανάσα μου έγινε γρήγορη και κοφτή. Από κινηματογραφικής πλευράς, η νύχτα ξεκίνησε από Love,Actually, και πλέον αρχίσαμε να βαδίζουμε επικίνδυνα προς το The Shining.
Να περνάει όλη η προετοιμασία στο μυαλό μου σαν ταινία. Καθόμουν ωσάν τον είλωτα να γυρνάω το κονσερβοκούτι για ώρες, και έτσι και αλλιώς κι αλλιώτικα για να καραμελωθεί όλο ίσα, και ΕΡΧΕΣΑΙ ΚΑΙ ΜΟΥ ΛΕΣ ΟΤΙ ΤΙ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΒΥΖΑΞΩ ΚΑΙ ΤΗ ΓΕΛΑΔΑ ΜΗΠΩΣ ΡΕ?! ΘΑ ΜΕ ΤΡΕΛΑΝΕΙΣ ΤΕΛΕΙΩΣ?!!! ΠΟΥ ΕΜΕΝΑ ΔΕΝ ΜΑΡΕΣΕΙ ΚΑΝ Η ΚΩΛΟΚΑΡΑΜΕΛΑ ΓΑ%@ ΤΗΝ ΠΟΥ%@* ΜΟΥ?!
Το πρώτο που θυμάμαι να βγαίνει από το στόμα μου, με δυνατό ψίθυρο σαν ήχο φιδιού, είναι “να σου κάτσει στο λαιμό τότε”, με ύφος αντάξιο 90χρονης βάβως που ξεστόμιζε βαριά κατάρα και ξόρκια μαγικά σε κάποιο φολκλορ μύθο. Έντρομο ύφος ο άλλος, σου λέει ότι ζήσαμε ζήσαμε. Και απασφαλίζω: ΠΟΥ ΜΟΥ ΕΡΧΟΣΟΥΝ ΣΑΝ ΤΗΝ ΚΑΚΙΑ ΠΕΘΕΡΑ ΣΤΗΝ ΚΟΥΖΙΝΑ ΝΑ ΜΕ ΕΛΈΓΞΕΙΣ, ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΚΤΙΜΑΣ ΤΙΠΟΤΑ, ΠΟΥ ΣΚΛΑΒΩΘΗΚΑ ΟΛΗ ΜΕΡΑ, ΠΟΥ ΟΥΤΕ 10 ΛΕΠΤΑ ΜΙΑ ΠΑΛΙΟΤΑΙΝΙΑ ΠΟΥ ΗΘΕΛΑ ΔΕΝ ΕΙΔΑΜΕ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΓΚΡΙΝΙΑΖΕΙΣ, και κατέληξα να κλαίω γοερά στο πάτωμα και να ζητάω συγνώμη που λάσπωσα τα μακαρόνια και σέρβιρα έτοιμο παγωτό.
Είχε μείνει κάγκελο ο δόλιος, να ζητάει συγνώμη, να προσπαθεί να με παρηγορήσει, και σαν απόδειξη της αγάπης του πήγε μέσα να φέρει την κατσαρόλα με τα μακαρόνια να συνεχίζει να τα τρώει για να αποδείξει ότι ήταν νόστιμα μαζί με το περισσευούμενο παγωτό. Αφού δεν ξέρασε με αυτό τον συνδυασμό-φωτιά, πρέπει να με αγαπούσε πολύ.
Μέχρι και τώρα δεν ξέρω γιατί ένιωσα τέτοια ματαίωση και γιατί ταράχτηκα τόσο. Δεν ξέρω τι πήγε ΤΟΣΟ στραβά. Πάντως μετά από αυτό, ξενέρωσα φουλ με την ημέρα, αποφάσισα ότι δεν θα ξαναμαγειρέψω ποτέ με την πίεση της οποιασδήποτε ιδιαίτερης περίστασης, και τα επόμενα χρόνια ή δεν κάναμε τίποτα ή πηγαίναμε έξω και ηρεμούσαμε. Και ησύχασε το κεφαλάκι μας με την απομυθοποίηση.
Όμως, στον αντίποδα, πλέον νιώθω τρελό hype για Galentine’s Day και περνάμε τέλεια με τις κολλητές μου, και αυτό το ζω φουλ. Εκεί ότι θέλετε κοριτσάρες μου, σας φτιάχνω και μοριακή κουζίνα, για γκομενάκι του Αγίου Βαλεντίνου, δεν ξαναφτιάχνω ούτε καφέ.
- Tags:
- βαλεντίνος
- μαγειρικη
- οργη
- ραντεβου
Tα σχόλια είναι προσβάσιμα μόνο στα μέλη της Womanlandia. Για να γίνετε μέλος, πατήστε εδώ.