Γράφει η Καυτή Πατάτα
Επαρχία, ακριβώς δέκα χρόνια πριν.
Εκείνη σε μια θυελλώδη και τοξική ρομαντική σχέση με μια συμμαθήτρια της, η σχέση γεμάτη σκαμπανεβάσματα, αγαπιούνται, βρίζονται, μανάδες προσπαθούν να ελέγξουν καταστάσεις, εκείνη περιγυρισμένη από κόσμο αλλά απόκοσμα μόνη γιατί τα ζει όλα μόνη, όλες της οι πρώτες φορές είναι βουβές, δεν ξέρει κανείς.
Μετά από έναν καυγά στρέφεται σε μια φίλη που την ξέρει καλύτερα απ’ όλους. Της τα εξηγεί όλα. Η φίλη σκεπτική, λέει πως καταλαβαίνει. Λέει στη φίλη να μην πει τίποτα, σε κανέναν. Της λέει πως ακόμη κι αν δε σέβεται την ίδια, να σεβαστεί την οικογένεια της που θα καταστραφεί οικονομικά αν μαθευτεί κάτι τέτοιο. Η φίλη την καθησυχάζει. Βδομάδες μετά, έκρηξη.
Ο πατέρας της κρατιέται από μια κλωστή· αν δεν το ονοματίσεις είναι σα να μην υπάρχει. Φωνάζει, απειλεί να τα βάλει με τον πατέρα της άλλης κοπέλας, της λέει πως θα ακολουθεί την παραμικρή της κίνηση της ίδιας. Δίνει το κινητό της στη μητέρα της, να ελέγξει τα μηνύματα. Όταν μένουν οι δυο τους με τη μάνα της, η θηλιά αρχίζει και σφίγγει. Της τα λέει όλα. Η μητέρα της την περιφρονεί. Λέει στη μητέρα της πως την κάνει να θέλει να αυτοκτονήσει. Η μητέρα της της απαντά πως εκείνη την κάνει να νιώθει το ίδιο.
Πρέπει να τη χωρίσει, σήμερα κιόλας, της κλείνει ραντεβού με ψυχολόγο, για να αλλάξει. Ο πατέρας της παίρνει τηλέφωνο την άλλη κοπέλα, εκείνη τη σηκώνει χωρίς να μιλά και της βάζει τις φωνές. Αυτό γίνεται για μια δυο μέρες. Αρρωσταίνει, δεν εμφανίζεται στο σχολείο για τις επόμενες μέρες. Προσποιείται το χωρισμό. Λέει ψέματα σε όλους, στη μάνα της, στην ψυχολόγο, στο σχολείο, το σχολείο είναι κάπου στο παρασκήνιο, δεν έχει σημασία. Εν τέλει, χωρίζουν.
Όλα τα ερωτικά τραγούδια που της είχε γράψει τα μετατρέπει σε γράμματα μίσους, τα ηχογραφεί, διαμοιραζει τα CD όπου μπορεί, ούτε η ντροπή δεν τη σταματάει πια. Περνάει το καλοκαίρι σαν περιφερόμενη κηδεία, με τον πρώτο χωρισμό και τη ντροπή της, σκέφτεται πως η μάνα της τη θεωρεί ένα τεράστιο σφάλμα. Κάνει αυτή τη σκέψη κάθε μέρα. Μήνες μετά μαθαίνει ότι η μαμά της φίλης που την είχε καθησυχάσει σταματάει να μιλάει στη δική της. Η μαμά της φίλης βλέπει τη δική της και αλλάζει πεζοδρόμιο.
Το μαθαίνει από τη μαμά της, δεν μπορεί να το εξηγήσει, αλλά νιώθει έναν κισσό να της αγκαλιάζει τα πνευμόνια.
Φεύγει, ένα χρόνο μετά μαθαίνει. Μιάν άλλη φίλη, από την ίδια παρέα, αργοπορημένα την προειδοποιεί. Πως η φίλη της τα είπε όλα από την πρώτη βδομάδα. Πως ήξεραν όλοι. Και η μαμά της άλλαζε πεζοδρόμιο. Πως έλεγε τόσα πίσω από την πλάτη της. Ο κόμπος στο λαιμό της έκανε μέρες να φύγει.
Η θηλιά έσφιγγε, την ένιωθε, ήταν στα πρόθυρα. Η ζημιά είχε ήδη γίνει. Όλα τα σχόλια, όλες οι ματιές και οι χειρονομίες που την τρέλαιναν μέχρι που έπειθε τον εαυτό της ότι ήταν στο μυαλό της επιτέλους έβγαζαν νόημα.
Μέχρι και σήμερα κάθε της κίνηση περιέχει έναν δισταγμό, κάθε φορά παίρνει την απόφαση του αν μπορεί να σηκώσει το βάρος της ντροπής σα να είναι η πρώτη φορά. Της ντροπής της δικής της, των άλλων, των άλλων για την ίδια. Αυτό που είναι, αυτό που κάνει, αυτό που νιώθει, δεν αφορά μόνο την ίδια, το «τι κάνει στο κρεβάτι της», η ευθύνη της ντροπής βαραίνει την οικογένεια της.
Είπε στη μητέρα της πως θέλει να το πει στον πατέρα της. Να καθαρίσει το μέσα της. Η μητέρα της το βρήκε κακή ιδέα, μπορεί να πάθει τίποτε, να μην το διαχειριστεί. Η αυτοδιάθεση, η προσωπική υπόθεση, η ιδιωτικότητα είναι έννοιες που, όπως λέει η Τσανακλίδου, γίναν χαλίκια, κύλησαν κάτω. Η ντροπή, το ρεζιλίκι, η απόλυτη ξεφτίλα, ο κόσμος, μαύρη λιωμένη πίσσα κυλάνε πάνω τους, τα σκεπάζουν.
Άσφαλτος. Όποιο δρόμο κι αν διαλέξει θα είναι πάντα ανάμεσα, θα είναι πάντοτε ξένη.
Tα σχόλια είναι προσβάσιμα μόνο στα μέλη της Womanlandia. Για να γίνετε μέλος, πατήστε εδώ.