“Με εκνευρίζεις επειδή μένεις με τον κακοποιητικό γκόμενό σου και γκρινιάζεις από πάνω”
“Σιχαίνομαι να σ’ακούω αδύναμη γυναικούλα που τρώει ξύλο, τόσες και τόσες έφυγαν, εσύ γιατί δεν μπορείς”
“Σιγά τον μαλάκα που αφήνεις να σε δέρνει, μια μισοριξιά είναι, αν ήθελες ν’αντισταθείς θ’αντιστεκόσουν”
“Άμα ήθελες να φύγεις δεν θα σε κράταγε τίποτα, θα δούλευες τρεις δουλειές και θα τα’βγαζες πέρα για σένα και το παιδί σου”
“Δεν μπορείς ν’απευθυνθείς σε συλλογικότητα ή σε σπίτι να σε κατευθύνει, πρέπει να κάθεσαι να γίνεσαι θύμα;”
“Eγώ έφυγα και σε μισώ που δεν φεύγεις κι εσύ”.
Τώρα θα μου πεις, τα έχεις ακούσει έτσι; Όχι, όχι με αυτή την φρασεολογία. Αυτή η φρασεολογία όμως είναι αυτό που έχω εισπράξει ως ουσία στην πορεία από ένα σωρό γυναίκες που έλεγαν ή έγραφαν πολλές λέξεις για να μείνει το απόσταγμα του “καλός μαλάκας κι αυτός αλλά αφού ήξερες γιατί έμεινες;”.
Ένα ερώτημα τρομερά συνηθισμένο κάθε φορά που ανοίγει το θέμα της έμφυλης βίας είναι το “γιατί οι γυναίκες μένουν”. Παίρνει πολλές μορφές, γίνεται και “γιατί μια γυναίκα κάνει σεξ με τον Στάθη Παναγιωτόπουλο”, “γιατί ρε κορίτσια δεν προσέχετε με ποιον πάτε”, “γιατί ρε κορίτσια δεν απαιτείτε προφυλακτικό”, “ε ρε κορίτσια, γιατί τον αφήσατε να σας στραγγαλίσει στο κρεβάτι αφού δεν θέλατε να πεθάνετε” κλπκλπ.
Δεν μ’ενδιαφέρει το γενικό του victim blaming από το σύνολο της κοινωνίας σ’αυτό το κείμενο. Μ’ενδιαφέρει το πολύ ειδικότερο victim blaming -το γράφω έτσι για λόγους ευκολίας αν και πιστεύω ότι είναι ανακριβής όρος που θα εξηγήσω παρακάτω- μέσα σε χώρος και συνειδήσεις φεμινιστικού προσανατολισμού. Ότι οι γυναίκες κατηγορούνται για τον καρπό που κατανάλωσε ο Αδάμ από το σύνολο της ανθρωπότητας το ξέρουμε.
Ας δούμε το κομμάτι του θυμού, της οργής, της περιφρόνησης, της αποστροφής, της απέχθειας από φεμινίστριες προς γυναίκες που βρίσκονται σε σχέσεις κακοποίησης.
Θα καταγράψω τις προσωπικές μου παρατηρήσεις που δεν αξιώνουν να είνα τίποτ’άλλο από προσωπικές παρατηρήσεις.
Έρχεται συνήθως μετά το πάθος της νεοφώτιστης αλλά ενίοτε μένει να αιωρείται σαν ιστός αράχνης για χρόνια πάνω απ’την ψυχή της κάποτε νεόκοπης φεμινίστριας. Μαθαίνουμε για την έμφυλη βία, μαθαίνουμε τι σημαίνει πατριαρχία, μπαίνουμε φεμινιστικά παραληρήματα και στο ναι, είσαι μισογύνης, αποκτάμε φεμινιστικό κύκλο, χωρίζουμε από κακοποιητικούς συντρόφους και είμαστε μόνες, εμείς και οι λίγες φίλες απέναντι σ’ένα ολόκληρο, βδελυρό σύστημα που δεν έχει ούτε αρχή ούτε μέση ούτε τέλος παρά μόνο μέγεθος και όγκο. Καλούμαστε να επιβιώσουμε, να ζήσουμε και ν’ανθίσουμε σ’ένα παρτέρι που νομίζαμε ότι μας δίνει χώρο μέχρι να διαπιστώσουμε ότι είναι γεμάτο δηλητηριώδη αγριόχορτα.
Κουραζόμαστε, θυμώνουμε, σκάει η καθημερινότητα με σεξισμό στη δουλειά και άντρες που μας κοιτάνε στο στήθος, με υποτίμηση από πελάτες και εργοδότες, με μείωση της εργασίας μας και ανάδειξη της εργασίας αντρών συναδέλφων χωρίς να μιλήσουμε για γενικά χαμηλότερους μισθούς για την ίδια εργασία και μόνιμη έκθεση στην είδηση της έμφυλης βίας.
Και μετά μας παίρνει τηλέφωνο η φίλη μας και μας λέει ότι ο Γιάννης φλίπαρε λίγο στο διήμερο και την έκλεισε έξω απ’το δωμάτιο στην Πάρνηθα μέχρι να του ζητήσει συγγνώμη αλλά όλα εντάξει τώρα γιατί τα βρήκανε και παραδέχτηκε ότι αντέδρασε άσχημα, αλλά φταίει γι’αυτό η διαπαιδαγώγηση της μάνας του. Συγκρατούμε τη γλώσσα μας και μόλις κλείνουμε κατεβάζουμε χριστοπαναγίες στη μαλακισμένη φίλη μας που δεν βλέπει ότι είναι θύμα και ότι ο Γιάννης είναι κακοποιητικός και πρέπει να τον παρατήσει. Δεν θυμώνουμε με το Γιάννη, θυμώνουμε με την, ας την πούμε, Θέκλα. Δεν θυμώνουμε με αυτόν που κακοποιεί, χτυπάει, εκβιάζει, βλάπτει, θυμώνουμε με τις Θέκλες του κόσμου που δεν σηκώνονται να κλείσουν την πόρτα πίσω τους και δε του κάνουν τη μούρη κρέας. Θυμώνουμε, εν ολίγοις, με αυτό που είναι πιο κοντά μας. Μ’αυτό που νομίζουμε ότι μπορούμε να ελέγξουμε. Μ’αυτό που στο μυαλό μας, τη δεδομένη στιγμή, μπορούμε να ταυτιστούμε. Μ’αυτό που μας κάνει να νιώθουμε “ετεροαδύναμες” γιατί είμαστε τόσο ταυτισμένες με το φύλο μας γενικά που κάθε γυναίκα που μένει σε κακοποιητική σχέση υπογραμμίζει την πιθανή προσωπική μας αδυναμία να φύγουμε.
Αυτό το victim blaming, αυτή η αυθόρμητη σκέψη που προκαλεί ταυτόχρονα οργή και ντροπή, οργή για την άλλη την αδύναμη και ντροπή για μας που τι σόι φεμινίστριες είμαστε αν θυμώνουμε με το θύμα, που προκαλεί μπέρδεμα γιατί ο φεμινισμός λέει “είναι θύμα ενός συστήματος περίπλοκου και δεν φταίει γι’αυτό που παθαίνει” και κάτι μέσα μας λέει “μαλακίες, αν ήθελε να φύγει θα’φευγε” πιστεύω ότι διαφοροποιείται ποιοτικά από το victim blaming ως αποτέλεσμα πατριαρχικής σκέψης που είχε αιώνες να κατακάτσει στις ανθρώπινες συνειδήσεις και αναπαράγει την βία απέναντι στις γυναίκες.
Πιστεύω ότι αυτό το συναίσθημα είναι μερικά βήματα πριν δέσουν στο μυαλό μας νοήματα, εμπειρίες, ιστορικές γνώσεις και αντιλήψεις σε σχέση με το σύστημα εντος του οποίου ζούμε, μερικά βήματα πριν την ισχυροποίηση της φεμινιστικής μας ταυτότητας. Στη φάση αυτή ακούμε για έμφυλη βία και pay gap και οργασμικό κενό και σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο εργασίας, ακούμε νομίζοντας ότι είναι απλώς λέξεις και τις χρησιμοποιούμε περιγραφικά. Στα επόμενα στάδια αυτές οι λέξεις μεταμορφώνονται οργανικά σε έννοιες που απορροφώνται από τους ιστούς και τα κόκκαλα και τα κύτταρά μας και η θέση μας στον κόσμο, το ποιες είμαστε, το ποιες μπορούμε να γίνουμε είναι απαράγραπτα πια συνυφασμένο με μια κοσμοθεωρία, μια στάση ζωής, μια πεποίθηση που έχει τις ρίζες της στη φεμινιστική θεωρία.
Κάπου στην πορεία αυτής της αφομοίωσης αλλάζει η κατεύθυνση της οργής.
Γίνεται εμφανές ότι οργιζόμαστε με τις γυναίκες που υπομένουν γιατί νιώθουμε πιο αδύναμες από τον κακοποιητή τους. Ή γίνεται εμφανές ότι οργιζόμαστε μαζί τους γιατί ταυτιζόμαστε. ή επειδή φοβόμαστε να οργιστούμε με αυτόν που φταίει. Ή επειδή φοβόμαστε ότι το σύστημα είναι τόσο πολύ και τόσο μεγάλο που τίποτα δεν μπορεί ν’αλλάξει η οργή μας. Ή επειδή μας θυμίζουν αυτό που ήμασταν κάποτε. Σε κάθε περίπτωση, αφουγκραζόμαστε τα κίνητρά μας καθαρότερα. Ελπίζω, το επόμενο βήμα είναι ανακατεύθυνση.
Είναι σημαντικό να δίνουμε χώρο στα αρνητικά, ντροπιαστικά, δυσάρεστα συναισθήματα να υπάρξουν. Αν δεν το κάνουμε, όταν τα βιώνουμε νιώθουμε ότι αποτύχαμε ως γυναίκες, ως άνθρωποι, ως φεμινίστριες. Δεν πιστεύω ότι μια φεμινίστρια που νιώθει οργή απέναντι σε μια κακοποιημένη γυναίκα είναι αποτυχημένη φεμινίστρια ή κακός άνθρωπος. Πιστεύω ότι είναι μια αναμενόμενη φάση, μια φάση που ίσως να μην περνάνε όλες αλλά περνάνε αρκετές και όπως όλες οι φάσεις, με δουλειά και επιμονή, περνάει. Όταν προσπαθείς ακόμη να ισχυροποιήσεις τη νέα σου ταυτότητα, είναι έως και λογικό να εκνευρίζεσαι με όποια δεν βλέπει όλ’αυτά που βλέπεις εσύ. Ή με κάποια που θες να βοηθήσεις αλλά δεν θέλει να βοηθηθεί. Ή με κάποια επίσης φεμινίστρια που βρίσκεται σε κακοποιητική σχέση και δεν μπορείς να το καταπιείς.
Όταν αυτή η ταυτότητα πια ισχυροποιηθεί, πιστεύω ότι ξαφνικά εξαχνώνεται η οργή απέναντι στις άλλες γυναίκες που δεν “παίρνουν τη μοίρα στα χέρια τους”. Έρχεται το επόμενο στάδιο που είναι ότι θα δεις γυναίκες που νοιάζεσαι και αγαπάς να υποφέρουν και αρκετές φορές δεν θα μπορέσεις να κάνεις τίποτα. Απλώς δεν μπορείς εσύ, μια μονάδα, να σταθείς αποτελεσματικά απέναντι στη βία κανονικοποιημένα και καθαγιασμένα τους απευθύνεται. Με μια βία που ξέρεις γιατί κάποτε σου έχει απευθυνθεί και ανά πάσα στιγμή μπορεί να επιστρέψει. Και δε θυμώνεις πια μαζί τους. Δεν θυμώνεις πια μαζί σου. Θυμώνεις με τους κακοποιητές. Θυμώνεις με την οικογένεια που ξέρει και δικαιολογεί. Θυμώνεις με την τηλεόραση που εμφανίζει την κακοποίηση ως χαριτωμένη ζηλοτυπία και το ξύλο σα πάθος. Θυμώνεις με την κυβέρνηση που δεν περνά νόμους για να προστατεύσει τις γυναίκες, που δεν φτιάχνει δομές στις οποίες μπορούν ν’απευθυνθούν ή προγράμματα που βοηθούν την πρόσληψή τους.
Όταν φτάσει κάποια εκεί, παραμένει μονάδα που δεν μπορεί ν’αλλάξει την πατριαρχία. Ωστόσο, στέκεται απέναντί της. Την κοιτάει κατάματα. Θυμώνει με τα πράγματα που πράγματι φταίνει. Την αντιμετωπίζει συναισθηματικά ως ίση. Η πλάνη που θέλει τις άλλες γυναίκες να είναι ξανά το κακό βρίσκεται στο έδαφος κουρελιασμένη και το πραγματικό πρόβλημα στέκεται μπροστά της, ξεγυμνωμένο, ορατό, άρα πιο προσβάσιμο.
Για μένα προσωπικά αυτή η ενσυνείδητη μεταβολή του ψυχισμού δεν είναι απλώς προσωπική εξέλιξη. Είναι συλλογική νίκη.
Tα σχόλια είναι προσβάσιμα μόνο στα μέλη της Womanlandia. Για να γίνετε μέλος, πατήστε εδώ.